Τόμας Σον Κόνερι – Οι ταπεινές ρίζες ενός μεγάλου σταρ


Ο Τόμας Σον Κόνερι, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Φάουντεμπριτζ, μια φτωχογειτονιά του Εδιμβούργου, στις 25 Αυγούστου 1930. Ήταν γιος ενός Καθολικού εργάτη και μιας Προτεστάντισσας καθαρίστριας. Η οικογένεια του πατέρα του είχε μεταναστεύσει στη Σκωτία από την Ιρλανδία κατά τον 19ο αιώνα. Ο νεαρός Τόμι μεγάλωσε σε ένα σπίτι με ένα μόνο δωμάτιο, κοινόχρηστη τουαλέτα, χωρίς ζεστό νερό. Εγκατέλειψε το σχολείο στα 13 του και έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού –μεταξύ άλλων μοίραζε γάλα και γυάλιζε φέρετρα– προτού να ενταχθεί, στα 16 του, στο Βασιλικό Ναυτικό, απ’ όπου όμως απολύθηκε τρία χρόνια αργότερα για ιατρικούς λόγους, καθώς είχε έλκος στο στομάχι. Από εκείνη την εποχή χρονολογούνταν τα δύο τατουάζ στο δεξί του μπράτσο: «Μαμά και μπαμπάς» και «Σκωτία για πάντα». Η οικογένεια και η Σκωτία ήταν οι προτεραιότητες της ζωής του.

Επιστρέφοντας στο Εδιμβούργο, κέρδισε τη φήμη του «σκληρού» όταν μια εξαμελής συμμορία προσπάθησε να τον κλέψει – κι εκείνος τους έβγαλε νοκ άουτ.

Την περίοδο εκείνη προσπαθούσε να επιβιώσει όπως μπορούσε: έγινε οδηγός φορτηγού, ναυαγοσώστης, μοντέλο στη Σχολή Τεχνών του Εδιμβούργου. Του άρεσε το μπόντι μπίλντινγκ και μάλιστα συμμετείχε και σε διαγωνισμό για τον «Μίστερ Υφήλιος», κατακτώντας την τρίτη θέση. Ασχολήθηκε επίσης με το ποδόσφαιρο αλλά όταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του πρόσφερε ένα συμβόλαιο για να παίξει στην ομάδα έναντι 25 λιρών την εβδομάδα, εκείνος προτίμησε να δοκιμάσει την τύχη του στο σανίδι: είχε μολυνθεί από το μικρόβιο της σκηνής όταν έκανε διάφορες μικροδουλειές σε ένα τοπικό θέατρο. «Ήταν μια από τις εξυπνότερες επιλογές μου», θα έλεγε, χρόνια αργότερα.

Το 1954 κατάφερε να εξασφαλίσει έναν ρόλο σε ένα μιούζικαλ στο Λονδίνο και σε μια ταινία, το Lilacs in the Spring. Ακολούθησαν ρολάκια στην τηλεόραση – μεταξύ άλλων έπαιξε και έναν γκάνγκστερ σε ένα σίριαλ του BBC.

Και μετά, ήρθε ο Μποντ

Οι παραγωγοί Κάμπι Μπρόκολι και Χάρι Σάλτσμαν είχαν αποκτήσει τα δικαιώματα για να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη τα μυθιστορήματα του Ίαν Φλέμινγκ και αναζητούσαν έναν ηθοποιό για να παίξει τον 007. Υποψήφιοι για τον ρόλο ήταν μεταξύ άλλων ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Κάρι Γκραντ και ο Ρεξ Χάρισον. Η σύζυγος του Μπρόκολι ήταν εκείνη που τον έπεισε ότι ο Σον Κόνερι είχε αυτό που χρειαζόταν για τον ρόλο: μαγνητισμό και σεξουαλική χημεία. Ο Φλέμινγκ, διαφωνούσε αρχικά με την επιλογή, όμως άλλαξε γνώμη όταν είδε τον Κόνερι στην οθόνη.

Ο Κόνερι έκανε «δικό του» τον χαρακτήρα, αναμιγνύοντας τη σκληρότητα με σαρδόνιο χιούμορ. Η πρώτη ταινία, ο «Δρ. Νο», σημείωσε τεράστια επιτυχία, στη Βρετανία και στο εξωτερικό. Ακολούθησαν οι ταινίες «Από τη Ρωσία με αγάπη» (1963), «Ο Χρυσοδάκτυλος» (1964), «Επιχείρηση Κεραυνός» (1965), «Ζεις μονάχα δυο φορές» (1967), «Τα διαμάντια είναι παντοτινά» (1971) και, μερικά χρόνια αργότερα, το (ανεπίσημος) «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» (1983).

Πρωταγωνίστησε επίσης, μαζί με τον στενό φίλο του, τον Μάικλ Κέιν, στην ταινία «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς», όμως τη δεκαετία του 1970 του έδιναν δεύτερους ρόλους, όπως στην ταινία «Οι υπέροχοι ληστές και τα κουλουβάχατα της ιστορίας».

Το 1987 κέρδισε το βραβείο Bafta, ερμηνεύοντας τον Ούλιαμ της Μπάσκερβιλ στην ταινία «Το όνομα του Ρόδου», μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ουμπέρτο Έκο. Και έναν χρόνο αργότερα, τιμήθηκε με το Όσκαρ καλύτερου δεύτερου ανδρικού ρόλου παίζοντας έναν Ιρλανδό αστυνομικό (αν και με σαφέστατη σκωτσέζικη προφορά) στους «Αδιάφθορους».

Στον «Ιντιάνα Τζόουνς» έπαιζε τον πατέρα του Χάρισον Φορντ, αν και ήταν μόνο 12 χρόνια μεγαλύτερός του, ενώ κατόπιν, στο πλάι του Νίκολας Κέιτζ στον «Βραχο», επέστρεψε στον ρόλο του «Βρετανού κατασκόπου».

Το 2006 του προτάθηκε ο ρόλος του Γκάνταλφ στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», όμως εκείνος δήλωσε ότι κουράστηκε από την ηθοποιία μετά από 64 ταινίες και βαρέθηκε τους «ηλίθιους που γυρίζουν ταινίες στο Χόλιγουντ».

Η θητεία του ως Μποντ

Όπως έχει γίνει γνωστό από δημοσιεύματα, μολονότι η φήμη του Κόνερι είχε εκτοξευθεί χάρη στον κομψευόμενο γυναικοκατακτητή -και σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα άκρως σεξιστή- πράκτορα του Ίαν Φλέμινγκ, ο ηθοποιός κάποια στιγμή βαρέθηκε, σιχάθηκε και μίσησε το κινηματογραφικό του alter ego, με αποτέλεσμα να δηλώσει με στόμφο το 1971 ότι το «Diamonds Are Forever» θα ήταν η τελευταία του ταινία ως Τζέιμς Μποντ.

Ωστόσο, το 1983, επέστρεψε στη μεγάλη οθόνη ως 007 στις υπηρεσίες της ΙΜ6 και της βασίλισσας. Ίσως λοιπόν να μην υπήρχε καταλληλότερος τίτλος από το «Ποτέ μη ξαναπείς Ποτέ» για την ταινία που ολοκλήρωσε τη «θητεία» του πιο λαοφιλούς ήρωα του Σον Κόνερι. Άλλωστε, στο συλλογικό ασυνείδητο, ο 007 είναι περισσότερο συνδεδεμένος με τον Σκώτο ηθοποιό περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ηθοποιό που τον έχει ενσαρκώσει.

Τα τελευταία -πολλά- χρόνια της συνταξιοδότησής του, ο γιος της καθαρίστριας και του οδηγού νταλίκας από το Εδιμβούργο που μεγάλωσε σε ένα σπίτι χωρίς τουαλέτα και παράτησε το σχολείο στα 13 του για να δουλέψει ακόμη και ως γαλατάς για ένα διάστημα, ζούσε μόνιμα σε μια παραδεισένια έπαυλη στις εξωτικές Μπαχάμες, μέσα σε ένα γήπεδο του γκολφ, όπως χαρακτηριστικά αποκάλυψε ο ηθοποιός γιος του σε συνέντευξη.

Άλλωστε, η περιοχή δεν του ήταν άγνωστη καθώς είχε βρεθεί εκεί και στο παρελθόν για τις ανάγκες όχι μίας αλλά δυο ταινιών του Τζέιμς Μποντ («Thunderball» και «Never Say Never Again»). Στο πιο πρόσφατο παρελθόν πόζαρε εκεί και για τον φακό της Άνι Λίμποβιτς πάνω σε μια προβλήτα μαζί με ένα σακβουαγιάζ Louis Vuitton για την καμπάνια του The Climate Project στην οποία συμμετείχε και ο διάσημος οίκος.

Τα γυρίσματα του εμβληματικού «Goldfinger» με την ultra sexy «Πούσι Γκαλόρ» (Όνορ Μπλάκμαν) το 1964 αποδείχθηκαν ορόσημο για τη ζωή του καθώς τα εντατικά μαθήματα γκολφ που χρειάστηκε να κάνει ώστε να αποκτήσει την άνεση ενός επαγγελματία στο κινηματογραφικό πανί, τον έκαναν να αγαπήσει με πάθος το άθλημα. Τόσο μάλιστα, ώστε επέλεγε και τόπο διαμονής ανάλογα με την πρόσβαση σε γήπεδα και σχετικές εγκαταστάσεις.

Στις 25 Αυγούστου ο Σον Κόνερι έγινε 90 ετών, έχοντας ζήσει τα πάντα. Κατάφερε να ξεφύγει από την καταδικασμένη στην απόλυτη ένδεια μοίρα του, και μέσα από τους ρόλους τους να βιώσει την αποθέωση και να αποκτήσει ένα Όσκαρ, αμέτρητα βραβεία και τίτλο ευγενείας.  Παράλληλα πέτυχε τη δημιουργία μιας αμύθητης περιουσίας που του επίτρεψε να περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέσα στην πολυτέλεια, παίζοντας γκολφ και -σίγουρα- πίνοντας κάπου κάπου κι ένα dry martini, shaken -not stirred, στο οποίο είχε τόση αδυναμία και ο Μποντ. Ο Τζέιμς Μποντ.

Πηγή : omegalive.com.cy