«ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΟΤΑΜΙ» (Επ 29) Κυριακή 5/7 στις 22.00 στο OMEGA


Οι Τούρκοι που έχουν συλλάβει τον Θεόκλητο τον σέρνουν σε όλο το χωριό και τον οδηγούν στην πλατεία. Πλήθος Τούρκων έχει μαζευτεί και φωνάζει «Θάνατος», «Να πεθάνουν όλοι οι Χριστιανοί». Ο Οσμάν και ο Μουσταφά τους παρακινούν να συνεχίζουν να φωνάζουν και εξαγριώνουν ακόμα περισσότερο το συγκεντρωμένο όχλο. Στην πλατεία καταφτάνουν και Έλληνες και ζητούν από τον Μουτασερίφη να σταματήσουν να χτυπάνε τον Θεόκλητο και αν θεωρούν πως έχει φταίξει κάπου να τον δικάσουν.

Οι Τούρκοι όμως συνεχίζουν να βασανίζουν τον Θεόκλητο και η Δόμνα μην αντέχοντας στο θέαμα ορμάει και προσπαθεί να φτάσει τον Θεόκλητο. Την πυροβολούν και ο γιος της ο Κωστής τρέχει κοντά της. Οι Τούρκοι πυροβολούν και αυτόν. Με όση δύναμη του έχει απομείνει ο Θεόκλητος φωνάζει στους Χριστιανούς να φύγουν να σωθούν. Αρχίζουν πυροβολισμοί. Η πλατεία γεμίζει πτώματα. Στο μεταξύ η Λουσίν νιώθει ασφάλεια στο μοναστήρι μαζί με τον πατέρα Γρηγόριο. Στο μοναστήρι καταφτάνει η Μαρία  με το νεκρό παιδί στα χέρια της. Όλοι παγώνουν. Ο πατέρας Γρηγόριος  εξομολογεί την Μαρία και αυτή ησυχάζει. Ο πατέρας Γρηγόριος απευθυνόμενος προς την Λουσίν της εξηγεί πως η εξομολόγηση θα την βοηθήσει και όποτε είναι έτοιμη θα την εξομολογήσει και αυτή. Πράγματι η Λουσίν εξομολογείται στον Πατέρα Γρηγόριο όλη την φρίκη που έζησε και αυτός δεν μπορεί να πιστέψει τα όσα έχουν συμβεί.

Στο καραβάνι του θανάτου οι χριστιανοί είναι πια εξαντλημένοι και παλεύουν να κρατηθούν στη ζωή. Η Μελικέ δείχνει να μην αντέχει άλλο. Η Σοφία και η Ιφιγένεια την εμψυχώνουν για να συνεχίσει.  Ο  Μουράτ και ο Χαρούν βλέποντάς τις γυναίκες έτσι, διαλέγουν τέσσερις από τους αιχμάλωτους, τους δίνουν τσάπες και τους διατάζουν να ανοίξουν ένα μεγάλο λάκο. Η Σοφία αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για τάφο που προορίζεται για αυτές και ξεσπά.

Οι γυναίκες, όσες μπορούν να κινηθούν, σκορπίζουν. Οι φρουροί πιάνουν τις ανήμπορες, που μόλις και σαλεύουν, και τις πετάνε σαν σακιά μέσα στο λάκκο. Η Ιφιγένεια και η Σοφία βρίσκουν την ευκαιρία να τραβήξουν τη Μελικέ, που είναι η πιο ευάλωτη, πίσω από ένα δέντρο. Οι Τούρκοι ρίχνουν το χώμα πάνω στον τάφο και τις θάβουν ζωντανές. Εντωμεταξύ στην Αμισό ο Θέμης ψάχνει απεγνωσμένα την Ευγενία. Πέφτει πάνω στην Σωτηρία και αυτή που ξέρει τις ταραχές που έχουν συμβεί τον κρύβει και τον πηγαίνει στην μητέρα του. Το βράδυ με την βοήθεια της Σωτηρίας, Ευγενία και Θέμης ξεκινάνε να φύγουν από το χωριό για να πάνε στο βουνό να συναντήσουν τους υπόλοιπους. Περνώντας από την πλατεία αντικρύζουν το αποτρόπαιο θέαμα. Ο Θεόκλητος κρεμασμένος στην μέση της πλατείας. Συγκρατούν με κόπο τα ουρλιαχτά τους και συνεχίζουν.

Σμίγουν με τους άλλους και αποφασίζουν να γυρίσουν να πάρουν το πτώμα του Θεόκλητου για να τον θάψουν. Έτσι και γίνεται . Ο παπα Ευτύχης ψέλνει και όλοι οι Αμισιώτες φυγάδες, ο ένας μετά τον άλλο, περνάνε και ρίχνουν χώμα και λουλούδια στον τάφο του Θεόκλητου. Εντωμεταξύ η Ειρήνη παρόλο που ο Χότζας της φέρεται πολύ καλά ξεκινάει να γυρίσει στους δικούς της στην Κωνσταντινούπολη. Στο δρόμο την συναντάει η Άννα μια χριστιανή και την παροτρύνει να γυρίσει πίσω γιατί τα πράγματα έχουν αγριέψει. Η Ειρήνη γυρνάει πίσω στον Χότζα και εκείνος της υπόσχεται πως μόλις ηρεμήσουν τα πράγματα θα ψάξουν μαζί για την οικογένειά της.

Στο μεταξύ ο Μίλτος ελευθερώνεται και είναι αποφασισμένος να βρει την Ιφιγένεια και το παιδί. Το καραβάνι των αθλίων, έχει «κατασκηνώσει» σε ξέφωτο. Ο Χαρούν κοιμάται κάτω από ένα δέντρο. Το ίδιο και οι άλλοι φρουροί. Ο Μουράτ και άλλος ένας φυλάνε σκοπιά. Η Ιφιγένεια νοιώθει ζάλη. Η Σοφία την κρατά καθιστή. Της τρίβει τους καρπούς. Το μικρό στα πόδια της, ανήμπορο, σχεδόν αναίσθητο. Μια μικρή ομάδα τριών χωρικών και μιας γυναίκας, που γυρίζει απ’ τα χωράφια, κουβαλώντας τα γεωργικά εργαλεία τους, βλέπει στη μέση του ξέφωτου τους Χριστιανούς και τους πλησιάζει. Κοιτάζουν το χάλι των ανθρώπων κι αμέσως λύνουν τα δισάκια τους.

Προλαβαίνουν να μοιράσουν λίγο ψωμί πριν ο Μουράτ που έχει κάτσει και καπνίζει παραπέρα, τους δει και τους σταματήσει. Οι Τούρκοι τους σταματούν. Η Μελικέ και η Γεσθημανή λένε στην Ιφιγένεια να δώσει το παιδί στους χωρικούς για να το σώσει. Εκείνη το σκέφτεται … Η Γεσθημανή και η Μελικέ επιμένουν. Η Χρυσάνθη, μία εκ των χωρικών, της χαμογελά γλυκά. Της λέει πως είναι Χριστιανή Πόντια και θα το προσέχει σαν να είναι δικό της παιδί και πως όταν όλα τελειώσουν θα την περιμένουν να γυρίσει να το πάρει. Η Ιφιγένεια κοιτάζει τη γυναίκα θολά. Τραυλίζει. Της λέει πως την λένε Ιφιγένεια Νικολαϊδη και ο Μιλτιάδης είναι ο γιος της. Η Χρυσάνθη της γνέφει με καλοσύνη και η Ιφιγένεια αφήνει τα χέρια της να λυθούν.

Η Χρυσάνθη παίρνει το παιδί απ’ την αγκαλιά της. Της αφήνει το δισάκι της και το παγούρι της και φεύγει με τον μικρό στα χέρια. Η Ιφιγένεια την κοιτάζει παγωμένη ώσπου χάνεται απ’ τα μάτια της μέσα στο σκοτάδι. Το βράδυ όταν όλοι κοιμούνται η Ιφιγένεια βρίσκει την ευκαιρία και κρύβεται πίσω από τους θάμνους. Εκεί όμως συναντάει τον Μουράτ. Εκείνος θέλει να τη βιάσει, η Ιφιγένεια αρχίζει να φωνάζει και ξυπνάει η Μελικέ και η Σοφία που προσπαθούν να πάνε κοντά της. Οι Τούρκοι τις χτυπούν και η Μελικέ πεθαίνει. Μετά από λίγο επιστρέφει η Ιφιγένεια και περήφανη λέει στη μητέρα της να σηκωθεί, ενώ οι Τούρκοι τις χλευάζουν. Εντωμεταξύ στην Αμισό ο Οσμάν βλέποντας να λείπει το πτώμα του Θεόκλητου ετοιμάζεται να πάρει εκδίκηση.