Παρά τις πολυεπίπεδες δυσκολίες που αντιμετωπίζει το κυπριακό θεατρικό πεδίο, το έτος 2025 αναδείχθηκε σε μια ιδιαίτερα δημιουργική και ποιοτικά αξιόλογη περίοδο. Η θεατρική παραγωγή υπήρξε πολυσχιδής, καλύπτοντας τόσο το κλασικό όσο και το σύγχρονο ρεπερτόριο, με έργα Κυπρίων και διεθνών δραματουργών. Στη συνέχεια παρουσιάζονται, με χρονολογική σειρά εντός του έτους, ορισμένες μόνο από τις παραστάσεις που, κατά την εκτίμησή μας, διαφοροποιήθηκαν αισθητά και συνέβαλαν ουσιαστικά στον καλλιτεχνικό διάλογο της εποχής.
«Άμλετ Β’» Θέατρο ΔΕΝΤΡΟ και Πολιτιστικός Οργανισμός ΥΠΟΓΑΙΑ
Το Θέατρο ΔΕΝΤΡΟ και ο Πολιτιστικός Οργανισμός ΥΠΟΓΑΙΑ παρουσίασαν στο κυπριακό κοινό, τον Μάιο – Ιούνιο, το έργο του Σάμιουελ Μπόμπρικ «Άμλετ Β’», σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Λέανδρου Ταλιώτη.
Το έργο δεν περιορίζεται σε μια κωμική εκδοχή του σαιξπηρικού πρωτοτύπου, αλλά κινείται στο μεταίχμιο φάρσας και παρωδίας, ισορροπώντας, όπως υποστηρίζει και η Linda Hutcheon στο εμβληματικό για τη δυτική δραματουργία έργο της A theory of parody: The teachings of twentieth-century art forms (University of Illinois press, 2023), μιλώντας για τη θεωρία της παρωδίας, ανάμεσα στον σεβασμό και την ανατροπή του κλασικού κειμένου. Η σκηνοθετική προσέγγιση εντείνει αυτή τη δυναμική μέσα από μια πρακτική που αντλεί θεωρητικά από τη σκέψη της αποδόμησης του Jacques Derrida. Οι παραδοσιακοί ρόλοι, οι ιεραρχίες και οι σταθερές σημασίες του σαιξπηρικού σύμπαντος δεν αντιμετωπίζονται ως αδιαμφισβήτητες, αλλά τίθενται υπό συνεχή αναστοχασμό. Ο Άμλετ παύει να λειτουργεί ως αδιαπέραστο σύμβολο υπαρξιακού βάθους και μεταφυσικής αγωνίας και μετατρέπεται σε ένα ανοιχτό σημαίνον, εκτεθειμένο σε μετατοπίσεις, αντιφάσεις και παιγνιώδεις αναγνώσεις. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ο μύθος απογυμνώνεται από το βάρος της ιεροποίησης που τον συνοδεύει στη δυτική θεατρική παράδοση και επανατοποθετείται ως πολιτισμικό κατασκεύασμα, προϊόν ιστορικών, ιδεολογικών και αισθητικών συνθηκών.
Η σκηνοθετική πρόταση του Λέανδρου Ταλίωτη αρθρώνεται μέσα από μια πολυεπίπεδη αξιοποίηση των οπτικοακουστικών μέσων, όπου η εικόνα, ο ήχος και ο ρυθμός δεν λειτουργούν επικουρικά, αλλά συγκροτούν τον βασικό μηχανισμό νοηματοδότησης της παράστασης. Οι διαρκείς ρυθμικές εναλλαγές, σε συνδυασμό με την έντονα τονισμένη σωματικότητα των ερμηνευτών, παράγουν ένα σκηνικό περιβάλλον υψηλής ενέργειας, το οποίο αποσταθεροποιεί τις συμβατικές μορφές αναπαράστασης και καθιστά ορατές τις κοινωνικές εντάσεις που υποβόσκουν πίσω από το φαινομενικά οικείο και αναγνωρίσιμο. Η σκηνή μετατρέπεται έτσι σε έναν χώρο κριτικής έκθεσης, όπου το σώμα, η κίνηση και ο ρυθμός λειτουργούν ως φορείς κοινωνικού σχολιασμού.
Στο πλαίσιο αυτό, η σκηνοθεσία συγκροτεί μια καυστική και πολυδιάστατη κριτική της μικροαστικής κοινωνίας, όχι μέσω άμεσου διδακτισμού, αλλά μέσα από την υπερβολή, τη γελοιοποίηση και τη σκηνική συμπύκνωση των κοινωνικών στερεοτύπων. Το γέλιο δεν προσλαμβάνεται ως μέσο εκτόνωσης ή επιφανειακής διασκέδασης, αλλά ως εργαλείο κατανόησης και κριτικής εγρήγορσης, αποκαλύπτει τις αντιφάσεις, τις ανασφάλειες και τις ιδεολογικές αυταπάτες που συγκροτούν τον μικροαστικό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, το κωμικό στοιχείο αποκτά πολιτισμικό και πολιτικό βάθος, λειτουργώντας ως μηχανισμός αποδόμησης κοινωνικών βεβαιοτήτων.
Οι ηθοποιοί κινήθηκαν άνετα ανάμεσα στο γκροτέσκο και την καρικατούρα, χωρίς να χάσουν την ανθρώπινη διάσταση των χαρακτήρων. Τον θίασο αποτέλεσαν οι Βαλεντίνος Κόκκινος, Κατερίνα Λούρα, Βασιλική Κυπραίου, Βασίλης Χαραλάμπους, Αθηνά Σάββα, Ανδρέας Καρούμπας, Μιχάλης Καζάκας και Λέανδρος Ταλιώτης.
«Συνταγή Δυστυχίας» Θεατρική Ομάδα Κορνίζα
Την κωμωδία «Συνταγή Δυστυχίας» για όλους όσοι παίρνουν τη ζωή πολύ στα σοβαρά παρουσίασε τον Μάιο η Θεατρική Ομάδα Κορνίζα, βασισμένη στο εμβληματικό βιβλίο του αυστρο-αμερικανού ψυχίατρου και φιλοσόφου Πολ Βατζλάβικ «Φτιάξε την δυστυχία σου μόνος σου», σε διασκευή Νατάσας Φαίη Κοσμίδου και σκηνοθεσία Κώστα Γάκη.
Μια ευφυής κωμωδία γεμάτη ειρωνεία, σαρκασμό και τρυφερότητα, που αναλύει, με λεπτομερείς οδηγίες, τους μηχανισμούς με τους οποίους οι άνθρωποι καταφέρνουμε να σαμποτάρουμε συστηματικά την ίδια μας τη ζωή. Όπως επισημαίνει και ο Paul Watzlawick, στο The situation is hopeless but not serious: The pursuit of unhappiness (W. W. Norton, 1983), η δυστυχία συχνά δεν είναι αποτέλεσμα των συνθηκών, αλλά των τρόπων με τους οποίους προσπαθούμε λανθασμένα να τις ελέγξουμε. Υπάρχει τρόπος να είσαι δυστυχισμένος· και κάποιοι από εμάς τον έχουν τελειοποιήσει.
Παράλληλα, η παράσταση φωτίζει με χιούμορ τον μηχανισμό της αυτοϋπονόμευσης. Με άλλα λόγια, η σκηνική δράση αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα επινοούν και εγκαθιδρύουν εμπόδια στον ίδιο τους τον εαυτό, προκειμένου να προλάβουν το ενδεχόμενο της αποτυχίας και να διασώσουν μια εύθραυστη, αλλά κοινωνικά αναγκαία, εικόνα του εαυτού τους. Η αυτοϋπονόμευση δεν παρουσιάζεται ως παθολογική εξαίρεση, αλλά ως δομική στρατηγική άμυνας απέναντι στην αγωνία της ευθύνης και της μεταβολής.
Οι χαρακτήρες, εγκλωβισμένοι σε αυτό το πλέγμα γνωστικών και συναισθηματικών μηχανισμών, αποφεύγουν συστηματικά τη ρήξη που θα συνεπαγόταν η αλλαγή, επιλέγοντας αντ’ αυτής την οικεία, αν και επώδυνη, συνθήκη της δυσφορίας. Η «ασφάλεια» της δυστυχίας αναδεικνύεται ως παράδοξη αλλά λειτουργική επιλογή, προσφέρει προβλεψιμότητα, απαλλάσσει από την ανάληψη ρίσκου και μεταθέτει την ευθύνη αλλού. Μέσα από αυτή την οπτική, η παράσταση δεν περιορίζεται σε μια ψυχολογίζουσα ανάγνωση των χαρακτήρων, αλλά διαμορφώνει έναν ευρύτερο στοχασμό πάνω στις σύγχρονες μορφές υποκειμενικότητας, όπου η αποτυχία της αλλαγής δεν είναι απλώς ατομικό ζήτημα, αλλά σύμπτωμα βαθύτερων κοινωνικών και πολιτισμικών δομών.
Οι ερμηνείες της Πωλίνας Ματθαίου και της Αυγουστίνας Στυλιανού, μας πρόσφεραν μια απολαυστικά πικρή εξερεύνηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
«Skylight» Καλλιτεχνική Ομάδα Κυπρίδες
Η θεατρική παράσταση «Skylight» από την Καλλιτεχνική Ομάδα Κυπρίδες, σε κείμενο της Μαριλένας Αχιλλέως και σκηνοθεσία του Σταύρου Ξ. Πέτρου, παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο – Οκτώβριο, αρχικά στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Στροβόλου και στη συνέχεια στο Flea Theatre, στη Λευκωσία.
Η δραματουργική αφετηρία της παράστασης οργανώνεται γύρω από ένα φαινομενικά απλό, αλλά βαθιά αποσταθεροποιητικό συμβάν, την επιστροφή μιας τραγουδίστριας κλασικού ρεπερτορίου στο σπίτι της και την αιφνίδια συνάντησή της με έναν άγνωστο νεαρό, ο οποίος έχει ήδη εγκατασταθεί εκεί, κρατώντας μια κιθάρα ως μοναδικό σχεδόν έρεισμα ταυτότητας. Το απρόσμενο αυτό γεγονός λειτουργεί ως καταλύτης για την ανάπτυξη μιας σκηνικής συνθήκης που κινείται στο όριο του σουρεαλιστικού και του κωμικοτραγικού, μετατρέποντας την καθημερινότητα σε πεδίο υπαρξιακής δοκιμασίας. Η συνύπαρξη των δύο προσώπων δεν οργανώνεται με βάση τη συμφιλίωση των αντιθέτων, αλλά μάλλον μέσα από τη συνεχή τους τριβή. Το παλιό και το νέο, η λογική και το ένστικτο, ο έλεγχος και η παρόρμηση αναδύονται ως ισοδύναμες και αλληλοδιεισδύουσες δυνάμεις.
Η σύγκρουση αυτή εξελίσσεται σταδιακά σε έναν υπαρξιακό διάλογο που υπερβαίνει το επίπεδο της ατομικής αντιπαράθεσης και αγγίζει θεμελιώδη ερωτήματα γύρω από την ταυτότητα, τη μνήμη και την εμπειρία της απώλειας. Στον πυρήνα της δραματουργίας διαφαίνεται ένας στοχασμός συγγενής με την υπαρξιακή σκέψη του Jean-Paul Sartre και τη θεραπευτική φιλοσοφία του Irvin Yalom: ποιοι είμαστε όταν οι κοινωνικοί και επαγγελματικοί ρόλοι που μας ορίζουν καταρρέουν και τι απομένει όταν το υποκείμενο καλείται να συνυπάρξει με το άγνωστο, το ανοίκειο και ενίοτε απειλητικό στοιχείο του ίδιου του εαυτού του. Η συνάντηση με τον «άλλον» λειτουργεί, έτσι, ως καθρέφτης μιας εσωτερικής ρήξης, όπου η ταυτότητα παύει να είναι δεδομένη και μετατρέπεται σε ανοιχτό, επισφαλές ερώτημα.
Η σκηνοθετική γραφή του Σταύρου Ξ. Πέτρου κινείται συνειδητά ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το ποιητικό, συγκροτώντας έναν σκηνικό χώρο όπου οι αντιφάσεις δεν επιλύονται, αλλά συνυπάρχουν σε μια κατάσταση διαρκούς έντασης. Η σκηνή δεν επιδιώκει τη σύνθεση ή την αρμονία, αλλά φιλοξενεί την ασυνέχεια και την αμφισημία ως βασικά της χαρακτηριστικά. Υπό το πρίσμα των επιστημονικών και καλλιτεχνικών αναζητήσεων του νεαρού δημιουργού, καθίσταται εμφανής η επίδραση της αναλυτικής ψυχολογίας του Carl Gustav Jung: το φως και το σκοτάδι, το συνειδητό και η «σκιά» δεν αντιμετωπίζονται ως αντίθετοι πόλοι που αλληλοαναιρούνται, αλλά ως συμπληρωματικές διαστάσεις της ανθρώπινης εμπειρίας. Η παράσταση προτείνει, τελικά, μια εύθραυστη αλλά ουσιαστική ανθρωπολογική οπτική, όπου η αποδοχή της εσωτερικής διχοτομίας αναδεικνύεται ως προϋπόθεση αυτογνωσίας και υπαρξιακής εντιμότητας.
Τους χαρακτήρες ερμήνευσαν οι Στέφανος Κασάπη και Άντζελα Ριζάκη, δίνοντας σώμα και φωνή σε δύο μορφές που λειτουργούν περισσότερο ως υπαρξιακές καταστάσεις παρά ως ρεαλιστικά πρόσωπα.
«Ο Άνθρωπος Ελέφαντας» Σατιρικό Θέατρο και Audere Productions
Η θεατρική σεζόν ολοκληρώθηκε, τον Νοέμβριο – Δεκέμβριο, με την παράσταση «Ο Άνθρωπος Ελέφαντας» του Bernard Pomerance, από το Σατιρικό Θέατρο και την Audere Productions, σε μετάφραση – διασκευή Φρίξου Μασούρα, σκηνοθεσία Ανδρέα Κυριάκου και πρεμιέρα στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Λευκωσίας 2025.
Το έργο αφηγείται την πραγματική ιστορία του Τζον Μέρρικ, ενός σοβαρά παραμορφωμένου άντρα στο Βικτωριανό Λονδίνο του 1880, ο οποίος εκτίθεται ως «τέρας» σε πανηγύρια μέχρι τη στιγμή που ο γιατρός Τριβς τον ανακαλύπτει και του προσφέρει όχι μόνο ιατρική φροντίδα, αλλά και χώρο για να υπάρξει ως άνθρωπος, να αποκαλύψει έναν πλούσιο συναισθηματικό και πνευματικό κόσμο, τη βαθιά του ανάγκη για αποδοχή, αγάπη και έρωτα.
Η αφηγηματική και σκηνική ανάπτυξη της ιστορίας εγγράφεται σε έναν σαφή θεωρητικό διάλογο με την έννοια του «στιγματισμού», όπως αυτή αναλύθηκε από τον Erving Goffman, στο Stigma: Notes on the management of spoiled identity (Simon and Schuster, 2009). Η παράσταση αναδεικνύει με οξυδέρκεια τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία δεν περιορίζεται στην απλή αναγνώριση της απόκλισης, αλλά συμμετέχει ενεργά στην κατασκευή της, αποδίδοντας στο «διαφορετικό» έναν ρόλο ορατότητας που συχνά ταυτίζεται με το θέαμα. Το άτομο που αποκλίνει μετατρέπεται σε φορέα μιας επιβεβλημένης ταυτότητας, η οποία προηγείται της προσωπικής του εμπειρίας και καθορίζει εκ των προτέρων τα όρια της κοινωνικής του αποδοχής. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, η απόκλιση παύει να είναι μια σχεσιακή και δυναμική έννοια και παγιώνεται ως κοινωνικό στίγμα, που αναπαράγεται μέσω του βλέμματος, της αφήγησης και της θεσμικής πρακτικής.
Παράλληλα, η οπτική της παράστασης συνομιλεί γόνιμα με τον ανθρωπισμό και την κριτική σκέψη του Michel Foucault (Society Must Be Defended: Lectures at the Collège de France, 1975-76. Picador, 2003), ιδίως ως προς τη διερεύνηση των σχέσεων εξουσίας που αναπτύσσονται ανάμεσα στο σώμα, το βλέμμα και τους μηχανισμούς κοινωνικού αποκλεισμού. Το σώμα αναδεικνύεται ως πεδίο εγγραφής κανονιστικών λόγων, ιατρικών κατηγοριοποιήσεων και κοινωνικών αξιολογήσεων, οι οποίες δεν είναι ουδέτερες, αλλά φέρουν ιδεολογικό και πολιτικό φορτίο. Η παράσταση αποκαλύπτει πώς η ιατρική γνώση μπορεί να λειτουργήσει αμφίσημα, αφενός ως μηχανισμός πειθαρχίας και ελέγχου, που οριοθετεί το φυσιολογικό και το παθολογικό, αφετέρου ως πρακτική φροντίδας, που δύναται να αποκαταστήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να επαναφέρει το υποκείμενο στο πεδίο της σχέσης και της αναγνώρισης.
Μέσα από μια σύγχρονη σκηνική ανάγνωση, με ποικιλία εναλλασσόμενων ρόλων και ζωντανή επί σκηνής μουσική και τραγούδι, η παράσταση αφηγείται την ιστορία με τρόπο που δεν επιδιώκει τον εύκολο συναισθηματισμό, αλλά τον ουσιαστικό προβληματισμό. Κομβική στιγμή της παραστασιολογίας αποτέλεσε το τραγούδι της νεαρής ηθοποιού και τραγουδίστριας Γεωργίας Νικολάου. Η ερμηνεία της λειτούργησε ως μια μορφή κάθαρσης, με την αριστοτελική έννοια του όρου, απελευθερώνοντας τα συναισθήματα που είχαν συσσωρευτεί καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης και μετατρέποντας τη σιωπηλή οδύνη σε κοινό βίωμα.
Στη σύγχρονη εποχή των social media, όπου τα κοινωνικά πρότυπα ομορφιάς προβάλλονται ως κανόνας, ο ρατσισμός και ο κοινωνικός αποκλεισμός επανεμφανίζονται με νέες μορφές, η παράσταση λειτουργεί ως μια κραυγή απέναντι στην απανθρωποποίηση, αναδεικνύοντας την ηθική ευθύνη που γεννιέται απέναντι στο πρόσωπο του Άλλου.
Ερμήνευσαν οι ηθοποιοί Χριστόδουλος Μαρτάς, Βασίλης Μιχαήλ, Πέννυ Φοινίρη, Πολυξένη Σάββα, Γεωργία Νικολάου, Ελένη Ζαντή, Αντρέας Γεωργίου, Γιώργος Λίζος, Μαρία Χαρά Τρούσα.
*Διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης








