STOA CULTURA: Ορθωγραφηκά Λάθι


Σεπτέμβρης 1963. Η Θεοφανώ ήταν δασκάλα και προικισμένη με όλες τις αρετές που θα μπορούσε να δώσει Ο Θεός σε μια γυναίκα. Την είχαν μεταθέσει σε ένα ορεινό χωριό μέχρι να βρεθεί μόνιμος δάσκαλος. Όλα τα παιδιά την αγάπησαν και όλοι οι άντρες την ερωτευτήκαν. Εκτός από τον Παντελή. Ο Παντελής ήταν γεωργός και το μόνο που τον ένοιαζε ήταν τα χωράφια του και πώς να πουλήσει τη σοδειά του.

Η Θεοφανώ ορέχτηκε τον Παντελή και θέλησε να τον πλησιάσει. Εκείνος δεν έμενε αδιάφορος στην ομορφιά της αλλά, γνώριζε πως μια τέτοια γυναικά δεν ήταν για εκείνον και γι’ αυτό την αγνοούσε. Εκείνη, όσο πιο πολύ δεν της έδινε σημασία, τόσο πιο πολύ τρελαινόταν, μόνο και μόνο στη σκέψη του. Σκεφτόταν πως θα μπορούσε να τον πλησιάσει, να του μιλήσει, να τον κάνει να της ρίξει έστω μια ματιά. Είχε μάθει τα πάντα για εκείνον, από τους μαθητές της. Με τρόπο βέβαια, μην την καταλάβουν. Μέσα σε όλα αυτά που έμαθε ήταν πως πήγε μέχρι τη δευτέρα δημοτικού, γιατί τον έβαλε ο πατέρας του να δουλεύει από παιδί. Τότε βρήκε δικαιολογία για να του κινήσει το ενδιαφέρον. Ο Παντελής αρνήθηκε τα μαθήματα που το προσέφερε η Θεοφανώ, γιατί ντρεπόταν δυο μέτρα άντρας να γίνει και πάλι  μαθητούδι  και εκτός αυτού ήταν σίγουρος πως, αν κάποιος τους έβλεπε μαζί σίγουρα οι κακές γλώσσες δεν θα τους αφήναν σε χλωρό κλαρί. Και το χωριό είχε πολλές γλωσσούδες.

Η Θεοφανώ όμως επέμεινε και σιγά σιγά τον κατάφερε. Πέρασαν έτσι τρεις μήνες και ο Παντελής είχε μάθει να γράφει. Τα γραπτά του ήταν γεμάτα με ορθογραφικά λάθη, τόσα πολλά που τη Θεοφανώ την έπιανε πονοκέφαλος, οπότε έπρεπε να τα διορθώσει. Κάποια στιγμή την ειδοποίησαν πως βρέθηκε δάσκαλος για το χωριό και θα έπρεπε να φύγει. Όταν του το ανακοίνωσε, περίμενε από τον Παντελή να αντιδράσει, να στεναχωρηθεί ή να της ζητούσε να μείνει. Το έβλεπε στα μάτια του, το ένιωθε κάθε φορά που την κοίταζε πως δεν του ήταν εντελώς αδιάφορη. Μα δε βγήκε ούτε μια λέξη από το στόμα του. Την άφησε να φύγει έτσι απλά. Η Θεοφανώ, από εκείνη τη μέρα δε βρήκε στιγμή ησυχίας. Όλο τον σκεφτόταν και όλο τριγυρνούσε στα όνειρα της. Έναν ολόκληρο μήνα βασανιζόταν, ώσπου μια μέρα έλαβε ένα γράμμα.

Αγαπημένι μου Θεοφανώ,

Από την ημέρα που έφιγες δεν μπορό να σε βγάλο από το μυαλό μου. Όλες η μέρες είναι ίδιες. Δεν βρήσκο λόγον να σηκωθό το προή αφου ξέρω πως δεν θα δo τα μάτια σου και δε θα μυρίσω το άρομαν σου. Από τότες που σε γνόρισα έγινες ο λώγος που χαμογελό. Θέλο να ζήσουμεν μαζί και να μην σε αποχοριστό ποτέ ξανά. Αν δεν νιωθεις το ίδιο όπως εγό δια εσέναν, τότες μην κάνεις τον κόπον να μου απαντήσης εις το γράμαν μου διότι δε θα αντέξο τέτιον πόνον.

Σε αγαπό,
Παντελής.

2025.Η θεία μου- ξαδέλφη της γιαγιάς μου που τη φώναζα θεία από παιδί- σε κάθε γενέθλια και γιορτή με πλησίαζε, σαν παράνομος dealer και μου έχωνε ένα φακελάκι με πενήντα ευρώ στο χέρι, γράφοντας απ’ έξω, Σ΄αγαπό, η θεία σου Θεοφανώ. Την πρώτη φορά πίστεψα πως το ορθογραφικό λάθος ήταν απλά από απροσεξία, αλλά κάθε φορά το έγραφε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Όταν προσπάθησα, μια φορά, να τη διορθώσω λέγοντας πως το σ’ αγαπό της είχε ορθογραφικό λάθος, εκείνη μου ευχήθηκε η ζωή μου να είναι τόσο όμορφη, όσο το ορθογραφικό λάθος ενός σ’ αγαπό, που γράφτηκε με όμικρον και όχι με ωμέγα.

(Η ιστορία αποτελεί προϊόν φαντασίας και οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.)

Μαριλένα Αχιλλέως
@achilleos_marilena
@stoa_cultura