Η κυρά Αργυρώ, έφτιαξε καφέ, έκλεισε τα παντζούρια και κάθισε δίπλα στην κόρη της. Της ανακοίνωσε πως της έφεραν προξενιά και πως σε δυο μήνες θα παντρευόταν. Η Αρετή, δεν ήθελε να πιστέψει αυτά που άκουγε. Εδώ καλά καλά δεν είχε τελειώσει το σχολείο και θα έπρεπε να παντρευτεί; Και με τα δικά της θέλω, τι θα γινόταν; Δε θα ταξίδευε ποτέ; Δε θα γνώριζε άλλους τόπους; Όσο κι αν αντιστάθηκε, η Αρετή, δεν κατάφερε να αλλάξει γνώμη στη μάνα της. Ο γάμος θα γινόταν και αυτό ήταν ένα τετελεσμένο γεγονός. Η κυρά Αργυρώ, διέταξε την κόρη της να πάρει το τεφτέρι- ήταν ο οδηγός της για να γίνει μια καλή σύζυγος – και να γράφει με ακρίβεια, ότι της έλεγε. Το είχε γεμίσει με συνταγές ομορφιάς, αφεψήματα και λόγια «μυστικά» που αφτί άντρα δεν έπρεπε να ακούσει.
«Να θυμάσαι πως η μυρωδιά είναι η σιωπηλή υπογραφή σου. Μπορεί να σφραγίσει μια συμφωνία, να σαγηνεύσει έναν άντρα ή να τον διώξει πριν πεις κουβέντα.» Η Αρετή δεν άντεχε να ακούει άλλο τη μάνα της. Ήθελε να κλειδωθεί στην κάμαρα της και να κλάψει μέχρι να στερέψουν τα δάκρυα της. Αλλά, δεν έκανε τίποτα. Μόνο άκουγε και σώπαινέ. Εκείνο το βράδυ, η Αρετή περίμενε τη μάνα της να κοιμηθεί, πήρε δυο ρούχα και το τεφτέρι κι έφυγε από το σπίτι. Μαζί με τον δρόμο χωρίς επιστροφή, πήρε μαζί της και κάτι αναμνήσεις από αγιόκλημα, νερολί, ανθούς πορτοκαλιάς και άγρια τριαντάφυλλα. Έφτασε στην πόλη, ξημερώματα. Ήταν τρομερά κουρασμένη και πεινούσε. Κάθισε σε ένα παγκάκι αποκαμωμένη αναλογιζόμενη τις συνέπειες των πράξεων της. Πως θα ζούσε, που θα έμενε; Η πείνα δεν την άφηνε να ηρεμίσει και η μυρωδιά καραμελωμένης ζάχαρης και βανίλιας από το ζαχαροπλαστείο, παραδίπλα, δε βοηθούσε καθόλου την κατάσταση. Έφερε στο πρόσωπο της τη χούφτα από ανθούς, που πήρε ως ενθύμιο, εισπνέοντας δεκαεφτά χρόνια ανεμελιάς, μπερδεύοντας τα αρώματα της προηγουμένης ζωής της με του τώρα. Η γλυκύτητα της καραμέλας με της βανίλιας, η φρεσκάδα των ανθών και η πουδρέ μυρωδιά μιας περαστικής κυρίας ξύπνησαν μέσα της πράγματα που δεν αναγνώριζε ούτε η ίδια. Δύο χρόνια μετά, το άρωμα «Echoes of Paradise» βγήκε στην αγορά. Ακριβό, σπάνιο και ποθητό.
Η Αρετή δίχως ουσιαστικές γνώσεις, μπορούσε να καθορίσει την ισχύ ενός αρώματος και να ξεχωρίζει τις νότες. Με το πολύτιμο τεφτέρι στα χέρια της και τη συμβουλή της μάνας της, κατάφερε να γίνει περιζήτητη ανάμεσα στις εταιρείες αρωματοποιίας. Όσο για την κυρά Αργυρώ- έχοντας πάντα ένα έτοιμο φλυτζάνι ζεστού καφέ- ήταν η πρώτη που δοκίμαζε κάθε νέο άρωμα της Αρετής, προτού βγει στην αγορά.