
Η ταινία Springsteen: Deliver Me from Nowhere μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη μία από τις πιο εσωστρεφείς και σκοτεινές περιόδους του Bruce Springsteen, με τον βραβευμένο με Χρυσή Σφαίρα Jeremy Allen White στον ρόλο του θρυλικού καλλιτέχνη. Σε σκηνοθεσία και σενάριο του Scott Cooper, η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Warren Zanes και επικεντρώνεται στη δημιουργία του άλμπουμ Nebraska, που ηχογραφήθηκε το 1982 και έμεινε στην ιστορία για τον βαθιά προσωπικό και σκοτεινό του χαρακτήρα.
Δίπλα στον Jeremy Allen White στέκονται επάξια οι Jeremy Strong, Paul Walter Hauser, Stephen Graham, Odessa Young, David Krumholtz και Gaby Hoffmann.
Σύνοψη
Η ταινία Springsteen: Deliver Me from Nowhere είναι το χρονικό της δημιουργίας του άλμπουμ Nebraska το 1982. Ηχογραφημένο σε ένα τετρακάναλο κασετόφωνο σε μια κρεβατοκάμαρα στο New Jersey, το άλμπουμ σηματοδότησε μια καταλυτική στιγμή στη ζωή του. Αυτός ο ακουστικός δίσκος με τον ακατέργαστο ήχο θεωρείται ένα διαχρονικό έργο με έντονο αποτύπωμα χάρη σε τραγούδια για χαμένες ψυχές σε αναζήτηση νοήματος.
ΔΙΆΡΚΕΙΆ: 114’
23 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους από τη
To άλμπουμ “Nebraska ’82: Expanded Edition”,
που ενέπνευσε την κινηματογραφική μεταφορά του “Deliver Me From Nowhere”, κυκλοφορεί στις 24/10 από τη Sony Music.
Στήνοντας το Σκηνικό
Ένας Καλλιτέχνης στο Χείλος της Απόλυτης Διασημότητας
«Νομίζω πως όταν γύρισε σπίτι για να χαλαρώσει, η ησυχία ακουγόταν πιο δυνατά». Scott Cooper
Φθινόπωρο 1981. Ο 31χρονος Bruce Springsteen μόλις είχε ολοκληρώσει μια εξαιρετικά επιτυχημένη περιοδεία για το τελευταίο του άλμπουμ, το «The River», και, όπως ήταν αναμενόμενο, τα στελέχη της Columbia Records ανυπομονούσαν να επιστρέψει στο στούντιο για να δημιουργήσει τις επόμενες επιτυχίες. Αλλά το στούντιο ήταν το τελευταίο μέρος όπου ήθελε να βρεθεί ο Springsteen. Ανήσυχος, εξαντλημένος και διψασμένος για τη θαλπωρή που θα του προσέφεραν οι παλιοί του φίλοι και η οικεία ατμόσφαιρα του Jersey Shore, αποσύρθηκε σε ένα ήσυχο σπίτι στο Colts Neck, ένα γειτονικό χωριουδάκι κοντά στην πατρίδα του, το Freehold του New Jersey, για να ξεκουραστεί και να αναρρώσει.
Ωστόσο, από τα τέλη του 1981 έως το 1982, ο καλλιτέχνης βίωσε μία από τις πιο δύσκολες φάσεις της ζωής του. Απομονωμένος, παλεύοντας με τα οικογενειακά φαντάσματα του παρελθόντος και αντιμέτωπος με τις συνέπειες μιας κατάθλιψης που δεν ήταν ακόμη έτοιμος να παραδεχθεί ή να θεραπεύσει, ο Springsteen άρχισε να στρέφεται στις πιο σκοτεινές, θλιμμένες γωνιές της ανθρώπινης ύπαρξης. Αντλώντας έμπνευση από ποικίλες πηγές, από τις ιστορίες της Flannery O’Connor και την ταινία του 1973 του Terrence Malick «Badlands» μέχρι το πρώτο άλμπουμ των Suicide το 1977 και την αληθινή ιστορία των δολοφόνων Charles Starkweather και Caril Fugate, ο Springsteen ηχογράφησε μόνος του 10 τραγούδια που θα συγκροτούσαν το Nebraska, ένα από τα καλύτερα έργα του μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με τον Scott Cooper, σεναριογράφο-σκηνοθέτη της βραβευμένης με Όσκαρ
ταινίας «Crazy Heart»: «Στον πυρήνα του, είναι η ιστορία μιας παραμελημένης ψυχής που θεραπεύεται μέσα από τη μουσική. Μετά την τεράστια επιτυχία του The River, όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν καλά. Μέσα του όμως διαλυόταν, ένιωθε ότι η ζωή που είχε χτίσει δεν ταίριαζε πια με το φορτίο που κουβαλούσε. Ο Bruce ήταν στοιχειωμένος, όχι με γοτθική έννοια, αλλά πνευματικά. Στοιχειωμένος από τον πατέρα του. Στοιχειωμένος από τον φόβο της επιτυχίας, του να μην είναι πια σαν τους ανθρώπους με τους οποίους μεγάλωσε στο Freehold. Από αυτήν την αφετηρία προέκυψε, κατά τη γνώμη μου, ένας από τους σπουδαιότερους δίσκους των τελευταίων 50 χρόνων. Το Nebraska δεν ήταν προσχεδιασμένο. Ο Bruce δεν μπήκε σε εκείνο το δωμάτιο για να φτιάξει έναν δίσκο. Μπήκε γιατί κάτι βαθιά μέσα του πάλευε μανιωδώς να βγει προς τα έξω».
Μια ταινία αντάξια του The Boss
Το 2023, το Deliver Me from Nowhere του Warren Zanes κυκλοφόρησε με διθυραμβικές κριτικές και έγινε best-seller, αλλά ήταν η εμφάνιση του συγγραφέα στο podcast WTF με τον Marc Maron που τράβηξε την προσοχή του παραγωγού Eric Robinson, ο οποίος διέκρινε αμέτρητες κινηματογραφικές ευκαιρίες στην ανάλυση του βιβλίου. Ο συγγραφέας απέδιδε τη νοοτροπία του καλλιτέχνη, ο οποίος, κατά τη διάρκεια της δημιουργίας αυτού του καθοριστικού άλμπουμ, πάλευε με την κατάθλιψη και διάφορα ανεπίλυτα τραύματα.
«Ο Warren με ρώτησε ποιον ήθελα για σκηνοθέτη και πίστευα ότι υπήρχε μόνο ένας δημιουργός με το συναισθηματικό βάθος και την κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης για να αποδώσει την ψυχή του Nebraska στη μεγάλη οθόνη, και αυτός ήταν ο Scott Cooper. Όταν παρουσίασα την ιδέα στον Warren, την κατάλαβε αμέσως», θυμάται ο Robinson.
«Έλαβα ένα email με τίτλο Nebraska και από κάτω ένα μήνυμα που απλώς έλεγε:
“Είσαι φαν του Nebraska του Bruce Springsteen;” Και απάντησα, “Και ποιος δεν είναι; Νομίζω ότι είναι ένα από τα σπουδαιότερα άλμπουμ της εποχής μας”», λέει ο Cooper για την πρόταση που του έγινε.
Όπως αποδείχτηκε, το Nebraska είχε διαμορφώσει βαθιά την καλλιτεχνική του οπτική για χρόνια [το άκουγε συνεχώς κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του
«Σκουριασμένη Πόλη» (Out of the Furnace) το 2013]. Αμέσως αγόρασε το βιβλίο και βυθίστηκε στο υλικό. Για την προσέγγισή του στην προσαρμογή του Deliver Me from Nowhere, ο σκηνοθέτης εξηγεί: «Το βιβλίο του Warren μού φάνηκε οικείο, ειλικρινές και βαθιά συγκινητικό, ένα πορτρέτο του Bruce που παλεύει με ανεπίλυτα τραύματα που οι περισσότεροι αγνοούν. Ήταν αυθεντικό, φρέσκο και κινηματογραφικό. Δεν πρόκειται για τον The Boss, το είδωλο. Βλέπουμε τον Bruce να στέκει μόνος του, σε ένα σταυροδρόμι, να κοιτάζει μέσα του. Πριν από τα κατάμεστα στάδια. Πριν από το Born in the U.S.A. Ήθελα να απογυμνώσω τη μυθολογία του Bruce και να βρω τον άνθρωπο στο Colts Neck του New Jersey, με μια κιθάρα μόνο και ένα τετρακάναλο κασετόφωνο, να θέτει τα ίδια ερωτήματα όπως κάνουμε όλοι όταν νιώθουμε χαμένοι. Για μένα, η ωμή ειλικρίνεια είναι το μέρος όπου ζει η μουσική».
Ο Zanes επικοινώνησε με τον Springsteen και τον Jon Landau μέσω email, και
προς έκπληξη όλων, ο Landau απάντησε αμέσως. Δήλωσε μεγάλος θαυμαστής των ταινιών του Scott Cooper. Σημείωσε ότι θα έπρεπε πιθανότατα να περιμένουν για την απάντηση του Bruce, καθώς ετοιμαζόταν για περιοδεία. Όμως, όταν ένα έλκος στομάχου ανέβαλε την περιοδεία, οι παραγωγοί έστειλαν τον Cooper στο New Jersey για να συναντήσει τον Springsteen. Η σύνδεσή τους ήταν άμεση σε σημείο που ο Springsteen μοιράστηκε προσωπικές ιστορίες που δεν είχε αποκαλύψει ποτέ πριν.
«Είχα δει την ταινία “Crazy Heart”, οπότε ήξερα ότι ο Scott ήξερε να χειριστεί τη μουσική σε μια ταινία. Είχα δει την ταινία «Σκουριασμένη Πόλη» (Out of the Furnace), οπότε ήξερα ότι μπορούσε να αποδώσει τη ζωή της εργατικής τάξης με αυθεντικότητα. Το ύφος των ταινιών του είχε μια τραχύτητα που μου άρεσε πολύ, ήταν σαν επιστροφή στον κινηματογράφο των ’70s, που είναι μία από τις αγαπημένες μου εποχές. Ήξερε επίσης ότι δεν έκανε ένα biopic, αλλά ένα δράμα με χαρακτήρα, με λίγη μουσική. Εκτός από το ότι είναι υπέροχος άνθρωπος και εξαιρετικός σκηνοθέτης, μου φάνηκε ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά», λέει ο Springsteen.
«Γνωριστήκαμε και απλώς μιλήσαμε,» θυμάται ο Landau. «Μιλήσαμε για τις ταινίες του Scott, μιλήσαμε για τη ζωή. Ήταν μια ουσιαστική γνωριμία, και στο τέλος, ο Bruce κι εγώ νιώσαμε ενθουσιασμένοι».
Ο Cooper λέει: «Ο Jon και ο Bruce ήταν απίστευτα γενναιόδωροι καθόλη τη διάρκεια της ανάπτυξης του σεναρίου. Μοιράστηκαν τη γνώμη τους για τα πάντα, από τον σχεδιασμό παραγωγής και τα κοστούμια, μέχρι τις πιο ανεπαίσθητες λεπτομέρειες. Τους συμβουλεύτηκα και στο casting, ώστε κάθε επιλογή να ταιριάζει στον κόσμο που δημιουργούσαμε».
Τα γυρίσματα της ταινίας Springsteen: Deliver Me from Nowhere ξεκίνησαν στις 28 Οκτωβρίου 2024, κυρίως στο New Jersey (Montclair, Jersey Shore), με επιπλέον τοποθεσίες στη Νέα Υόρκη, το Μέμφις και το Λος Άντζελες.
Η εμπειρία ήταν ιδιαίτερα προσωπική για τον Cooper. «Είναι ίσως η πιο προσωπική μου ταινία, γιατί ο πατέρας μου, που πέθανε την ημέρα πριν ξεκινήσω γυρίσματα, ήταν αυτός που με σύστησε στον Bruce Springsteen και το Nebraska», εξηγεί ο σκηνοθέτης. Κατά τη διάρκεια του γυρίσματος της εντυπωσιακής συναυλίας Born to Run, προς το τέλος των γυρισμάτων, ο Cooper έλαβε καταστροφικά νέα: το σπίτι του στο Λος Άντζελες είχε καταστραφεί στις πυρκαγιές της 7ης Ιανουαρίου 2025. Μόλις έμαθε ότι η γυναίκα και οι κόρες του βρίσκονταν σε ξενοδοχείο, ο Springsteen άνοιξε αμέσως το σπίτι του. «Όταν γύρισα στο Λος Άντζελες μετά το τέλος των γυρισμάτων, βρέθηκα με την οικογένειά μου στο σπίτι του Bruce στο Λος Άντζελες. Μας φιλοξένησε, μας αγκάλιασε και μας βοήθησε να σταθούμε ξανά στα πόδια μας», λέει ο Cooper. «Η κιθάρα της κόρης μου κάηκε στη φωτιά. Τι έκανε ο Bruce; Της έστειλε μία δική του. Είναι ένας γενναιόδωρος και ταπεινός άνθρωπος. Το να τον έχω δίπλα μου κάθε μέρα στα γυρίσματα και τώρα να έχω αυτή την ταινία ως μόνιμο αρχείο αυτής της σχέσης, ήταν εμπειρία ζωής». Και συνεχίζει: «Ο Bruce είναι γνωστός για την τελειομανία του, τον αποκαλούν The Boss για κάποιο λόγο. Αλλά στις πιο δύσκολες στιγμές, ήταν απλώς ένας φίλος. Η γενναιοδωρία του, η ανθρωπιά του ήταν από τα μεγαλύτερα δώρα της ζωής μου».
Άυθεντικότητα και όχι Μίμηση
Το casting της ταινίας Springsteen: Deliver Me from Nowhere
Jeremy Allen White (Bruce Springsteen)
Την πρώτη φορά που του ζητήθηκε να υποδυθεί τον Bruce Springsteen στη μεγάλη οθόνη, η απάντηση του βραβευμένου με Emmy και Χρυσή Σφαίρα ηθοποιού Jeremy Allen White δεν ήταν αμέσως θετική.
«Δεν είπα αμέσως το ναι. Όχι γιατί δεν ήταν συναρπαστικό, αλλά γιατί πρόκειται για τον Bruce», παραδέχεται ο White. «Το σκέφτηκα για καμιά εβδομάδα. Μετά μου τηλεφώνησε ο Scott και μου είπε ότι ο Bruce είχε δει τη δουλειά μου και πίστευε ότι έπρεπε να το κάνω. Μιλήσαμε για την προσέγγιση και κατάλαβα ότι η ταινία επικεντρώνεται, τελικά, σ’ έναν άνθρωπο ριζωμένο στη δημιουργική του διαδικασία. Αυτό μείωσε λίγο την πίεση που ένιωθα».
Για τους δημιουργούς, ο White ήταν η μοναδική επιλογή. «Ο Jeremy ενσαρκώνει έναν συναρπαστικό συνδυασμό έντασης, ευαισθησίας και αυθεντικότητας», λέει ο Cooper. «Έχει επίσης κάποιες αδιόρατες ομοιότητες μαζί του, πέρα από την φυσική ομοιότητα με τον Bruce του 1981-82, σε τέτοιο βαθμό που η Patti Scialfa, η σύζυγος του Bruce, όταν είδε τον Jeremy στο σετ, είπε: “Ω Θεέ μου, μοιάζει με τον Bruce όταν τον πρωτογνώρισα”».
Ο Cooper συνεχίζει: «Άλλα δύο πράγματα που έχει ο Jeremy και θεώρησα κρίσιμα είναι η ταπεινότητα και η μαγκιά. Αυτά δεν τα διδάσκουν στην Juilliard. Είτε το ’χεις, είτε όχι. Για μένα, αυτή δεν είναι μια ταινία που μιμείται. Είναι μια ταινία που αναζητά την ουσία του ποιος είναι ο Bruce, γιατί υπάρχει μόνο ένας Bruce Springsteen. Ήθελα οι θεατές να βυθιστούν στη διαδικασία δημιουργίας αυτών των εμβληματικών τραγουδιών».
Συναντώντας και Ενσαρκώνοντας τον Springsteen
Η πρώτη φορά που ο White συνάντησε τον άνθρωπο που θα υποδυόταν ήταν στη σκηνή του Wembley Stadium. «Έκανε μια μεγάλη συναυλία, όπως πάντα. Πήγα νωρίς και κατά τη διάρκεια της πρόβας τραγουδούσε το Born to Run και με είδε και με τράβηξε πάνω στη σκηνή», θυμάται ο White. «Έτσι, τα πρώτα δέκα λεπτά που περάσαμε μαζί ήταν στο κέντρο της σκηνής».
«Κατά τη διάρκεια της συναυλίας, με το στάδιο γεμάτο, προσπαθούσε να με εντοπίσει και να διατηρήσει την επαφή με τα μάτια. Το έκανε αρκετές φορές και ήταν σαν να ήθελε να δει αν μπορώ να το αντέξω. Αν μπορώ να πάρω μια γεύση. Μου μετέφερε λίγη από την ενέργεια αυτών των χιλιάδων θαυμαστών».
«Ο Jeremy δεν μιμήθηκε, αλλά ενσάρκωσε την εσωτερική μου ζωή. Η κάμερα κατέγραψε αυτές τις πολυπλοκότητες για να γίνει ο χαρακτήρας απολύτως πιστευτός. Ήταν μαγικός.» λέει ο Springsteen.
Ήδη θαυμαστής του Nebraska πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, ο White κατανοούσε τι σήμαινε το άλμπουμ, κάτι που τον βοήθησε στην έρευνά του. «Μίλησα πολύ με τον Bruce για το Reason to Believe, το τελευταίο κομμάτι του δίσκου. Πάντα μου έδινε λίγη ελπίδα, αλλά ο Bruce έχει πει δημόσια ότι το θεωρεί το λιγότερο αισιόδοξο τραγούδι του άλμπουμ», λέει γελώντας ο White. «Νομίζω ότι αυτός ο δίσκος μιλάει για τη μοναξιά, τους ανθρώπους και την αφάνεια. Και πάντα μου έδινε στήριξη όταν ένιωθα χαμένος ή μόνος».
Κατά τη διάρκεια της παραγωγής, ο Springsteen έδωσε στον White όσο χώρο χρειαζόταν αλλά ήταν διαθέσιμος όποτε τον ζητούσε. «Το ότι είχαμε τον Bruce και τον Jon στο σετ έδωσε στην ταινία πνοή και αυθεντικότητα», λέει ο Cooper. «Ο Jon Landau μάλιστα μου είπε: “Scott, αυτή είναι η πρώτη φορά σε 50 χρόνια που ο Bruce παραδίδει το τιμόνι σε κάποιον άλλον”».
Μαθαίνοντας να Τραγουδάει
Πριν δεσμευτεί για την ταινία, ο White είχε ελάχιστη εμπειρία στο τραγούδι ή την κιθάρα. «Το λιγότερο που έπρεπε να κατακτήσω ήταν το σημείο όπου θα ένιωθα όσο πιο άνετα και φυσικά γινόταν, γιατί ο Bruce είναι ο πιο άνετος από όλους όταν κρατάει μια κιθάρα», λέει.
Ο White παρακολούθησε αμέτρητες ώρες εμφανίσεων και συνεντεύξεων του Springsteen στο YouTube και δούλεψε πέντε μήνες με τον δάσκαλο κιθάρας J.D. Simo και τον δάσκαλο φωνητικής Eric Vetro. «Το ωραίο με το Nebraska είναι ότι τα τραγούδια είναι τόσο όμορφα γραμμένα, που το μόνο που χρειάζεται είναι να πεις τις λέξεις και νιώθεις αμέσως κοντά τους, μέσα στον χαρακτήρα», λέει ο White. (Βοήθησε και το γεγονός ότι η κιθάρα που χρησιμοποιεί στην ταινία είναι η ίδια Gibson G-200 του 1953 που έπαιζε ο Springsteen όταν ηχογράφησε το άλμπουμ).
«Αλλά το Born in the U.S.A., το Born to Run, το Dancing in the Dark, ήταν πιο τρομακτικά, γιατί όλοι ξέρουν αυτά τα τραγούδια και ακούνε τη φωνή του Bruce», λέει. «Για αυτά έπρεπε να ανασυγκροτηθώ και να ανασύρω όλη μου την αυτοπεποίθηση». Εκεί βοήθησαν οι μήνες εκπαίδευσης.
Όλες οι ερμηνείες του White ηχογραφήθηκαν ζωντανά στο σετ, συμπεριλαμβανομένου του Born in the U.S.A., που γυρίστηκε στο Power Station, το ίδιο στούντιο όπου ο Springsteen και η E Street Band είχαν ηχογραφήσει το άλμπουμ τον Ιανουάριο του 1982. Η σκηνή ήταν, όπως λέει ο Cooper «μία από τις πιο ηλεκτρισμένες και ανατριχιαστικές στιγμές της ζωής μου».
Jeremy Strong (Jon Landau)
Ο Scott Cooper και ο βραβευμένος με Emmy και Χρυσή Σφαίρα Jeremy Strong συνεργάστηκαν για πρώτη φορά στην ταινία «Ανίερη Συμμαχία» (Black Mass) (2015). Αν και ο ρόλος του Strong στην ταινία τελικά μειώθηκε, οι δυο τους ανέπτυξαν μια βαθιά φιλία και αμοιβαίο σεβασμό για την επαγγελματική τους αφοσίωση. Έτσι, η διαδικασία του casting για τον Jon Landau, τον διακεκριμένο μουσικοκριτικό, συγγραφέα και πρώιμο υποστηρικτή της καριέρας του Springsteen πριν γίνει μάνατζερ του, ήταν, όπως και με τον Jeremy Allen White, εξαιρετικά εύκολη για τον Cooper.
«Ο Jeremy Strong είναι από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς μας. Κάνει έρευνα που λίγοι ηθοποιοί κάνουν όταν ενσαρκώνουν γνωστές προσωπικότητες», λέει ο Cooper. Παρότι ο Strong δεν είχε ξανακούσει για τον Jon Landau πριν αναλάβει τον ρόλο, η γνώση του πλέον φτάνει σε εγκυκλοπαιδικό επίπεδο. «Το Confessions of an Aging Rock Critic, ένα δοκίμιο που έγραψε ο Landau το 1971, είναι ένα καταπληκτικό δείγμα δημοσιογραφίας. Έγραψε επίσης το περίφημο άρθρο του 1974, Growing Young with Rock and Roll, για μια συναυλία του Bruce στο Harvard Square στο Cambridge. Και σε εκείνο το άρθρο βρίσκεται πιθανότατα η πιο διάσημη φράση στην ιστορία της ροκ κριτικής: “Έχω δει το μέλλον του rock and roll και ονομάζεται Bruce Springsteen”».
«Να σας πω κάτι,» λέει ο Landau, «αν είσαι συνηθισμένος να βρίσκεσαι στα παρασκήνια και ξαφνικά βγαίνεις στο προσκήνιο, ποιος θα φανταζόταν ότι θα σε υποδυθεί ο Jeremy Strong; Είναι τιμή να έχεις έναν καλλιτέχνη τέτοιου διαμετρήματος να αφιερώνεται στο να σε ερμηνεύσει και να ξοδεύει τόσο χρόνο και προσπάθεια για να το κάνει. Έχει τη φωνή, το ρυθμό, το περπάτημα, ό,τι με χαρακτηρίζει, το έχει».
«Η κεντρική σχέση της ταινίας είναι αυτή ανάμεσα στον Bruce και τον Jon», λέει ο Cooper. «Είναι μια ιστορία αγάπης, κατά κάποιο τρόπο. Μια σχέση που με συγκινεί βαθιά και νομίζω ότι όλοι θα θέλαμε να έχουμε έναν Jon Landau στη ζωή μας».
«Ο ρόλος του είναι να καθοδηγεί τον Bruce, να προστατεύει το καλλιτεχνικό του ένστικτο και να μεταφράζει το όραμά του. Για εκείνον, η μεγάλη εικόνα ήταν πάντα ο Bruce ως καλλιτέχνης. Ενθαρρύνει και καλλιεργεί αυτό το όραμα, το οδηγεί με σταθερότητα», λέει ο Strong για τον Landau.
Αυτό, σύμφωνα με τους συνεργάτες του, ισχύει και για την επίδραση του Strong στον συμπρωταγωνιστή του. Όπως λέει ο White: «Όταν ο Scott μού είπε ότι θα μιλήσει με τον Strong για τον ρόλο του Landau, ενθουσιάστηκα. Ο τρόπος δουλειάς του είναι απίστευτος. Με κάνει να νιώθω προστατευμένος, όπως ο Landau φροντίζει τον Bruce, έτσι κάπως με φρόντιζε κι ο Jeremy μερικές φορές. Και το χρειαζόμουν».
Paul Walter Hauser (Mike Batlan)
Για τους δημιουργούς της ταινίας ήταν σημαντικό να βρουν έναν ηθοποιό που θα μπορούσε να εμποτίσει τα πιο σκοτεινά θέματα της ταινίας με χιούμορ και ζεστασιά. Και τον βρήκαν στον βραβευμένο με Emmy ηθοποιό και κωμικό Paul Walter Hauser, που ανέλαβε να ενσαρκώσει τον Mike Batlan, τον μακροχρόνιο συνεργάτη και φίλο του Springsteen.
«Ο Mike Batlan δεν ήταν δημιουργικός συνεργάτης, αλλά ήταν απίστευτα πιστός», λέει ο Hauser. «Ήταν στον δρόμο με τον Bruce πολύ πριν εκείνος φτάσει στην κορυφή, στις μέρες που μοιράζονταν δωμάτια ξενοδοχείου και ξόδευαν τα λεφτά τους σε μπίρες και βενζίνη. Βρέθηκε δίπλα στον Bruce σε αυτή την δύσκολη περίοδο, κι έγινε κάτι σαν πρόχειρος μηχανικός για την πρωτότυπη ηχογράφηση του άλμπουμ Nebraska».
Σύμφωνα με τον Jeremy Allen White: «Ο Paul Walter Hauser είναι από αυτούς που μπορούν να ερμηνεύσουν το δράμα και την κωμωδία εξαιρετικά. Για μια ταινία που καταπιάνεται με τόσο βαριά θέματα, ο Paul ερμηνεύει τον Batlan με την απαραίτητη ελαφρότητα. Ο Batlan είναι προστάτης. Ο Batlan είναι φύλακας άγγελος».
Stephen Graham (Doug Springsteen)
Η ενσάρκωση μιας τόσο επιβλητικής φιγούρας όπως ο Doug Springsteen, ενός αυταρχικού πατέρα, του οποίου ο αλκοολισμός και τα προβλήματα ψυχικής υγείας τον έκαναν ταυτόχρονα τρομακτικό αλλά και ευάλωτο, απαιτούσε ταλέντο ανάλογης βαρύτητας. Η επιλογή του υποψήφιου για BAFTA ηθοποιού Stephen Graham ήταν ξεκάθαρη.
«Πέρα από την εντυπωσιακή φυσική ομοιότητα με τον Doug Springsteen, ο Stephen είναι κάποιος με τον οποίο ήθελα καιρό να δουλέψω. Ήταν έτοιμος να παίξει έναν υπέροχο ρόλο στην ταινία «Ανίερη Συμμαχία» (Black Mass), με πρωταγωνιστή τον στενό του φίλο Johnny Depp, αλλά το πρόγραμμά του δεν το επέτρεψε. Ήξερα όμως ότι μια μέρα θα βρισκόμασταν μαζί σε ένα σετ. Και είμαι τόσο ευγνώμων που έγινε. Μη με ρωτάτε εμένα, ρωτήστε τον Bruce και τον Jon: είναι ο Douglas Springsteen», λέει ο Cooper.
Ο Graham μίλησε εκτενώς με τον Springsteen για να αντλήσει εικόνες και λεπτομέρειες για το ποιος ήταν ο Doug ως άνθρωπος και ως πατέρας. «Ήταν ένας περίπλοκος άνθρωπος.» λέει ο Graham. «Μεγάλωσε σε μια εποχή όπου δεν ήξερε πώς να δείχνει στοργή. Ήταν από εκείνους τους άντρες που έφευγαν από το σπίτι στις έξι το πρωί, πήγαιναν στη δουλειά, δούλευαν σκληρά και στο τέλος της ημέρας χαλάρωναν πίνοντας».
Σημειώνει επίσης ότι τα ψυχικά προβλήματα του Doug επιδεινώθηκαν σταδιακά, καθιστώντας τον ιδιαίτερα ευάλωτο αργότερα στη ζωή του. «Νομίζω πως, μετά από πολλή κουβέντα, η δουλειά μου ήταν να το αποδώσω και να δείξω πώς η σχέση αυτή επηρέασε τον Bruce στη μετέπειτα ζωή του».
Κατά τις συζητήσεις του Graham με τον Springsteen, παρατήρησε κάτι που και ο ίδιος ο The Boss δεν είχε συνειδητοποιήσει: «Διαπίστωσα ότι όταν ο Bruce μιλάει για τον πατέρα του, αλλάζει τον τόνο της φωνής του και μεταδίδει την εικόνα αυτής της επιβλητικής φιγούρας. Τον ρώτησα αν το έχει συνειδητοποιήσει και μου είπε πως όχι. Είχε δημιουργήσει μέσα του αυτή την κατασκευή του Doug».
Odessa Young (Faye Romano)
«Όταν έγραφα το σενάριο, ο Bruce μού είπε: “Ξέρεις, έβγαινα με μερικές γυναίκες εκείνη την περίοδο. Δεν ήμουν μόνος”», λέει ο Cooper. «Μιλήσαμε για το πώς δεν ήταν όσο συναισθηματικά διαθέσιμος θα ήθελε ώστε να τους προσφέρει όσα άξιζαν, γιατί ήταν βαθιά βυθισμένος στη συγγραφή και στη δημιουργική ανασκαφή».
Έτσι, ο Cooper δημιούργησε τη Faye, έναν σύνθετο χαρακτήρα, που υποδύεται η Odessa Young. Ως κορίτσι που μεγάλωσε στην Αυστραλία, η Young γνώρισε για πρώτη φορά τη μουσική του Springsteen από τον πατέρα της, έναν μουσικό, που μάλιστα συμμετέχει κάθε χρόνο σε συναυλία-αφιέρωμα στον Springsteen στο Σίδνεϊ για φιλανθρωπικό σκοπό, και ένιωσε αμέσως συνδεδεμένη με το σενάριο.
«Η πρώτη μου αντίδραση στο σενάριο ήταν πολύ συναισθηματική. Είμαι μεγάλη θαυμάστρια του Bruce Springsteen και του Nebraska», λέει η Young. «Ξέρεις, όταν ενθουσιάζεσαι με κάτι, ανεβαίνει ο παλμός σου, ιδρώνεις λίγο, αλλά χαμογελάς, αυτή ήταν η αντίδρασή μου στο σενάριο. Ήμουν πραγματικά ενθουσιασμένη που αυτή η ιστορία θα έβγαινε στο φως».
«Η Odessa Young ήταν μια υπέροχη ανακάλυψη», λέει ο Cooper. «Ήθελα κάποια που το κοινό να μη γνωρίζει καλά, που να αποπνέει την αίσθηση ενός κοριτσιού από το Jersey, αλλά να θυμίζει μια νεαρή Debbie Harry. Η Odessa δίνει στη Faye αυτή την ενέργεια, αλλά και δύναμη και συναίσθημα. Είναι αστεία, είναι έξυπνη, είναι δυνατή, κάποια με την οποία ο Bruce θα ήθελε να είναι μαζί».
David Krumholtz (Al Teller)
Τον Al Teller, ένα πληθωρικό στέλεχος της Columbia Records, υποδύεται ο David Krumholtz. «Ο Al είναι ένας άνθρωπος που κινεί νήματα. Είναι επίσης πολύ ανυπόμονος», λέει ο Krumholtz. «Είναι έτοιμος για το επόμενο μεγάλο άλμπουμ του Bruce Springsteen και δεν θέλει να περιμένει. Πρέπει να κερδίσουν κι άλλα χρήματα τώρα, οπότε γιατί να ασχοληθεί με κάτι άλλο; Δεν εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα με το Nebraska. Δεν έχει επιτυχίες, ο Bruce δεν θα το προωθήσει, και δεν ξέρει πώς θα το πουλήσει η δισκογραφική».
Gaby Hoffman (Adele Springsteen)
Μία σταθερή και γεμάτη αγάπη παρουσία στη ζωή του Bruce, η Adele Springsteen μετέδωσε στον γιο της την αγάπη της για τη μουσική από μικρή ηλικία και αργότερα έγινε μία από τις μούσες του. Ήταν η κόλλα που κρατούσε ενωμένη την οικογένεια Springsteen. Η Gaby Hoffman τράβηξε αμέσως την προσοχή του Cooper: «Όταν άρχισα να ερευνώ τη μητέρα του Bruce, η Gaby ήταν το πρώτο άτομο που μου ήρθε στο μυαλό, όχι μόνο για τα εντυπωσιακά παρόμοια χαρακτηριστικά, αλλά και για το πνεύμα, την εξυπνάδα και τη ζεστασιά της. Έδειξα φωτογραφίες της στον Bruce και έμεινε άναυδος από την ομοιότητα με τη μητέρα του. Ως Adele, η Gaby ενσαρκώνει την άνευ όρων στοργή, τη σιωπηλή δύναμη και την ειλικρινή συναισθηματικότητα, χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν την καλοσυνάτη φύση του Bruce. Είναι εδώ και καιρό από τις αγαπημένες μου ηθοποιούς και είμαι ενθουσιασμένος που είναι μέρος της ταινίας. Σε λίγες μόλις σκηνές καταφέρνει να αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα».
«Υπάρχει υλικό από συναυλίες όπου η Adele χορεύει στη σκηνή μαζί με τον Bruce»,
λέει η Hoffman. «Αν και είχα μόνο μια μικρή ευκαιρία να τη γνωρίσω μέσα από αυτά τα βίντεο, πήρα μια ξεκάθαρη αίσθηση του ποια ήταν. Συνδέεται με όλα όσα έχει πει κι ο Bruce για εκείνη: ότι ήταν γεμάτη ζωντάνια, ενέργεια και αγάπη για τη ζωή. Η Adele ήταν προστατευτική και απίστευτα υποστηρικτική απέναντι στον γιο της. Ήταν η άγκυρά του».
Harrison Sloan Gilbertson (Matt Delia)
Παιδικός φίλος του Bruce, ο Matt Delia ήταν το σταθερό σημείο αναφοράς του. Ένας ταλαντούχος μηχανικός, άσχετος με τη μουσική βιομηχανία, αλλά αφοσιωμένος φίλος, πάντα έτοιμος να οδηγήσει ή να γίνει συνοδηγός όταν ο Bruce ήθελε να διασχίσει τη χώρα.
«Ο Harrison Gilbertson και ο Jeremy Allen White γνωρίζονταν ήδη», λέει η παραγωγός Ellen Goldsmith-Vein. «Ο Harrison και ο Jeremy είναι η κινηματογραφική εκδοχή αυτών των δύο πραγματικών φίλων. Ο Matt ήρθε στο σετ. Εκείνος και ο Bruce χάρηκαν τόσο πολύ που ξαναβρέθηκαν. Ήταν υπέροχο να τους βλέπεις, να παρακολουθείς νεότερες εκδοχές του εαυτού τους».
Marc Maron (Chuck Plotkin)
Δεδομένης της συνεισφοράς του Marc Maron στο να φτάσει το Springsteen: Deliver Me from Nowhere στη μεγάλη οθόνη, ήταν απόλυτα ταιριαστό να υποδυθεί τον παραγωγό και ηχολήπτη Chuck Plotkin, γνωστό για τις δουλειές του με τον Bruce Springsteen και τον Bob Dylan, ανάμεσα σε πολλούς άλλους.
«Η ταινία είναι η ιστορία ενός σημαντικού καλλιτέχνη που παλεύει και επιμένει να τιμήσει το όραμά του,» λέει ο Maron. «Πολλοί γύρω του έλεγαν ότι το Nebraska δεν ήταν ο δίσκος που έπρεπε να φτιάξει. Είχε ήδη μισό το Born in the U.S.A. έτοιμο, σχεδόν τελειωμένο. Έπρεπε όμως πρώτα να κάνει το Nebraska. Έτσι, μάζεψε τους συμμάχους του, όπως τον Chuck, και έμεινε προσηλωμένος στην αναζήτηση της αλήθειας, για να την εξερευνήσει και να τη μοιραστεί, χωρίς όρια».
Matthew Pellicano, Jr. (Young Bruce)
Τον μικρό Bruce υποδύεται ο νεαρός ηθοποιός Matthew Pellicano, Jr. «Ενσαρκώνει τον Bruce της παιδικής ηλικίας αποτυπώνοντας τις πληγές που τον διαμόρφωσαν.» λέει ο Cooper.
«Ο μικρός Matthew είναι υπέροχος.» λέει ο Stephen Graham. «Είναι ένα απίστευτο ταλέντο και απόλαυση να δουλεύεις μαζί του. Έχει αυτή τη θαυμάσια, βραχνή φωνή ενός εβδομηντάχρονου άντρα. Είναι αξιομνημόνευτο, και λίγο αστείο, να βγαίνει από ένα παιδί». Η Gaby Hoffman προσθέτει: «Έχει τρομερή αυτοπεποίθηση, αλλά είναι ευαίσθητος και άνετος στο να δείχνει ευάλωτος».
The E Street Band
Το casting για την E Street Band ήταν μια δύσκολη διαδικασία, καθώς απαιτούσε μουσικούς που να μπορούν όχι μόνο να αποδώσουν αυθεντικά τα μέλη της μπάντας ως προς την εμφάνιση, αλλά και ως προς τον τρόπο που έπαιζαν. Μάλιστα, ορισμένα από τα ίδια τα μέλη της E Street Band πρότειναν οι ίδιοι τους κινηματογραφικούς
«αντίστοιχούς» τους: ο Max Weinberg πρότεινε τον ντράμερ των Yeah Yeah Yeahs, Brian Chase, λόγω της ομοιότητας στο στυλ τους, ενώ ο Steven Van Zandt πρότεινε προσωπικά τον ηθοποιό Johnny Cannizzaro, καθώς ήταν καρμπόν με τον διάσημο κιθαρίστα της δεκαετίας του ’80. Τον Garry Tallent υποδύεται ο κιθαρίστας Mike Chiavaro, τον Clarence Clemons ο σαξοφωνίστας Judah L. Sealy, τον Roy Bittan ο πιανίστας Charlie Savage και τον Danny Federici ο Andrew Fisher.
Παρασκηνιακά
Ο σκηνοθέτης Scott Cooper κάλεσε στενούς και έμπιστους συνεργάτες του για να αναπαραστήσουν δύο διαφορετικές εποχές της ζωής του Springsteen: την παιδική του ηλικία στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και το σκηνικό του Asbury Park στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Οι επικεφαλής των τμημάτων περιλάμβαναν τον διευθυντή φωτογραφίας Masanobu Takayanagi (Out of the Furnace, Hostiles), τη σχεδιάστρια παραγωγής Stefania Cella (The Pale Blue Eye, Black Mass), την ενδυματολόγο Kasia Walicka Maimone (Moonrise Kingdom, Capote) και τον συνθέτη (και ιδρυτή των The Lumineers) Jeremiah Fraites (The Hunger Games: Mockingjay Part I, The Hunger Games: Catching Fire).
Τοποθεσίες
Τα γυρίσματα έγιναν κυρίως σε πραγματικές τοποθεσίες: στο Asbury Park, στο The Stone Pony, στο κέντρο του Freehold (New Jersey) και στο στούντιο Power Station στο Berklee NYC, όπου ο Springsteen και η E Street Band ηχογράφησαν το Born in the U.S.A. το 1982.
Σχεδιασμός Παραγωγής
Παρότι το κτίριο του καρουζέλ στο Asbury Park στέκεται ακόμα, το αυθεντικό καρουζέλ δεν υπάρχει πια. Η Stefania Cella και η ομάδα της βρήκαν ένα παλιό καρουζέλ σε αντικερί στην Πενσυλβάνια και το αποκατέστησαν όσο πιο κοντά γινόταν στο πρωτότυπο, χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό.
Το σπίτι στο Colts Neck στο New Jersey όπου γράφτηκε το Nebraska υπάρχει ακόμη, αλλά είχε ανακαινιστεί και δεν διατηρούσε το μεσοπολεμικό εσωτερικό που χρειαζόταν η Cella. Βρήκε ένα σπίτι στο Hoboken, που ανήκε σε ηλικιωμένο ζευγάρι και είχε μείνει ανέπαφο από τη δεκαετία του ’50. Το σημαντικότερο ήταν ότι είχε μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν σε λίμνη.
Για τις πιο οικείες σκηνές, όπου ο Jeremy Allen White τραγουδά και ηχογραφεί, το υπνοδωμάτιο κατασκευάστηκε σε στούντιο, ώστε να εξασφαλιστεί καλύτερη κινηματογράφηση και ήχος. Οι τοίχοι έμειναν σκόπιμα γυμνοί. «Μπαίνει εκεί σαν γυμνή ψυχή, χωρίς προσωπικά αντικείμενα. Δεν ήθελα να βάλω τίποτα στους τοίχους. Δίνει την αίσθηση ότι είναι εντελώς αποκομμένος από τον χώρο».
Ο Springsteen παραχώρησε στη Cella πρόσβαση στο προσωπικό του αρχείο, από όπου μπόρεσε να σκανάρει το αυθεντικό σημειωματάριο του Nebraska. «Είχα μπροστά μου τους στίχους του I’m on Fire, με τα χειρόγραφά του και όλα τα σβησίματα. Ήταν συγκλονιστικό».
Μία από τις πιο μεγάλες προκλήσεις για την ομάδα παραγωγής ήταν η αφαίρεση όλων των μοντέρνων στοιχείων από τα πεζοδρόμια και τα κτίρια. Οτιδήποτε μεταγενέστερο του 1981 έπρεπε είτε να αφαιρεθεί πραγματικά είτε να πειραχτεί ψηφιακά.
Διεύθυνση Φωτογραφίας
Ο Masanobu Takayanagi θέλησε να αποτυπώσει την ουσία του Nebraska χωρίς επιτήδευση. «Ήθελα να φτιάξω την ταινία με τον ίδιο τρόπο που ο Bruce έφτιαξε το άλμπουμ, με γνήσιο συναίσθημα. Χωρίς φανφάρες, σαν τον ίδιο τον Bruce», λέει.
Οι σκηνές των ’80sγυρίστηκαν κυρίως με φακούς Nikon τηςεποχής (κατασκευασμένους τη δεκαετία του ’70 και ’80). Στον φωτισμό διατήρησαν την ίδια μινιμαλιστική προσέγγιση: «Όλα γυρίζουν πίσω στο Nebraska, στη λιτότητα. Δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιήσουμε πολλά φώτα, ούτε στις συναυλίες. Το φωτίσαμε όπως το έκαναν τότε. Χρησιμοποιήσαμε τεχνολογία μόνο για μερικές λεπτομέρειες, αλλά κρατήσαμε την αίσθηση του ακατέργαστου και την αλήθεια ως οδηγό».
Μουσική Επένδυση
Ο συνθέτης Jeremiah Fraites, που κατάγεται από το New Jersey, βλέπει το Nebraska ως σταθμό και στη δική του μουσική διαδρομή. «Ξέρω πώς είναι να φτιάχνεις ένα μεγάλο άλμπουμ και να επιστρέφεις σε ένα άδειο σπίτι, να νιώθεις ότι όλος ο κόσμος σε ξέρει αλλά εσύ δεν ξέρεις τον εαυτό σου. Ξέρω πώς είναι η κατάθλιψη και η απομόνωση. Όλη αυτή η εμπειρία αποδόθηκε στη μουσική της ταινίας».
Ο Fraites χρησιμοποίησε ηλεκτρικές κιθάρες και τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης για τα έγχορδα. Για να πλησιάσουν τον ήχο του Nebraska, πέρασαν κάποιες ηχογραφήσεις μέσα από ένα TEAC 144, το ίδιο τετρακάναλο κασετόφωνο που είχε χρησιμοποιήσει ο Springsteen.
Το πιάνο του Fraites, κατασκευασμένο το 1955, έχει το παρατσούκλι Firewood (καυσόξυλο). «Οι χορδές δεν έχουν αλλαχτεί ποτέ και έχει έναν μοναδικό ήχο» λέει.
«Όταν το πήγα για κούρδισμα, ο τεχνικός μού είπε: “φίλε, είναι καυσόξυλο”. Το παρατσούκλι αυτό του έμεινε. Το χρησιμοποίησα γιατί είχε τον ίδιο ακατέργαστο ήχο με τις κιθάρες του Nebraska. Ένας εφιάλτης για κάθε ηχολήπτη, αλλά μοναδικό σε αυθεντικότητα».
Μακιγιάζ και Κοστούμια
Σύμφωνα με την Jackie Risotto, επικεφαλής του τμήματος μακιγιάζ, η Faye επηρεάστηκε άμεσα από την Debbie Harry των αρχών του ’80. «Παρακολουθούσε τη νέα μουσική της Νέας Υόρκης. Το μακιγιάζ της, τα μαλλιά της, τα ρούχα της είναι φόρος τιμής στην τραγουδίστρια των Blondie».
Πολλά από τα κομμάτια που φοράει ο Jeremy Allen White στην ταινία ανήκαν πραγματικά στον Bruce Springsteen, όπως το καρό πουκάμισο (λευκό-μπλε) των αρχών του ’80, με το οποίο είχε φωτογραφηθεί πολλές φορές. Το πουκάμισο ήταν πολύ εύθραυστο, και η ενδυματολόγος Walicka Maimone φοβόταν ότι θα διαλυθεί. Ο Springsteen όμως της είπε να μην ανησυχεί: «Αν χαλάσει, θα είναι για τον σωστό λόγο».
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σενάριο/Σκηνοθεσία:
Scott Cooper
Καστ:
Jeremy Allen White, Jeremy Strong,
Paul Walter Hauser, Stephen Graham, Odessa Young, David Krumholtz, Gaby Hoffmann,
Harrison Sloan Gilbertson, Grace Gummer, Marc Maron, Matthew Pellicano Jr.
Διεύθυνση Φωτογραφίας:
Masanobu Takayanagi
Σκηνογραφία:
Stefania Cella
Μοντάζ:
Pamela Martin
Μουσική:
Jeremiah Fraites
Οι ώρες και μέρες προβολής είναι οι ποιο κάτω.
23.10 8.30pm
24.10.8.30pm
25.10 6.00pm + 8.30pm
26.10 6.00pm + 8.30pm
29.20 8.30 pm
31.10 8.30 pm
01.11 6.00pm + 8.30pm
02.11 6.00pm + 8.30pm
04.11 08.30pm
05.11 09.00pm



