26 Xρόνια χωρίς τον πρίγκηπα της ροκ Παύλο Σιδηρόπουλο


Η ιστορία γνωστή. Πατέρας αριστερός εργοστασιάρχης, μάνα «αστυνόμος» αλλά και αγκαλιά, αίμα διανοούμενου (ανιψιός της Έλλης Αλεξίου) καρδιά ελαφιού (δισέγγονος του Ζορμπά). Με ένα πρόσωπο ολάνθιστο, φωτεινό, ένας δούρειος ίππος για να κρύβει τα «σκοτεινά του δωμάτια». Με μια φωνή άλλοτε να χαράζει σαν κοφτερό νύχι κι άλλοτε να αφηνιάζει σαν αγριεμένο άλογο. Πάντα αντρίκεια. Πάντα ερωτική -είτε προς την Άννα του είτε προς την Ηρωίνη του-.

Σήμερα θα ήταν 66 χρονών. Πιθανόν να ήταν η απάντηση της Ελλάδας στους συνομηλίκους του ροκ σταρ της αλλοδαπής, Ρομπερτ Πλαντ, Μπράιν Φέρι, Νιλ Γιάνγκ, κ.ά. οι οποίοι συνεχίζουν να μαζεύουν points μέχρι να κερδίσουν το τελικό σημαιάκι…Πιθανόν να φόραγε μια κάλτσα στο κεφάλι και να αφισοκολλούταν στους δρόμους της Αθήνας διαφημίζοντας τις παραστάσεις του όπως άλλοι «ροκ σταρς». Αλλά με εικασίες δεν προχωράει η ζωή ούτε ο θάνατος. Το δεδομένο είναι ότι ήρθε, έζησε και απήλθε αφήνοντάς μας την ροκ προίκα του. Στα πόδια της οποίας αυτά τα είκοσι τέσσερα χρόνια από το φευγιό του σφάχτηκαν πολλοί «φίλοι», «χήρες», «ορφανά».

Έγινε ήρωας τηλεοπτικών εκπομπών, τυλίχτηκε σαν κομμάτι κρέας μέσα στο νάιλον των εφημερίδων, «συναγωνίστηκε» αοιδούς της πίστας, είδε «τα καλύτερα μυαλά της γενιά του» χαλασμένα από το χρήμα και την προβολή και σίγουρα δεν είδε τους στίχους του να διδάσκονται στα σχολεία, όπως έλεγε και ο μακαρίτης πια «Απροσάρμοστος», Βασίλης Πετρίδης, σε μια παλιά ραδιοφωνική του συνέντευξη. Οι στίχοι του, λοιπόν. Που ακόμη και σήμερα έχουν να αντιμετωπίσουν εκτός από τον αιώνιο δαίμονα του ήχου τους (ροκ και ελληνικός στίχος είναι ένα αταίριαστο ζευγάρι συνεχίζουν να λένε) και τη ρετσινιά του περιθωριακού, του ανθρώπου της κλειστής κοινωνίας των Εξαρχείων και των φαινομένων της κοινωνικής παθογένειας του τότε. Ποιου τότε;

Η «μεγάλη ντρόγκα» για την οποία μίλαγε το 1982, στο «Αντεργκράουντ με στρας» σήμερα κυκλοφορεί σαν «κοκέτα» στα πιο κεντρικά σημεία της πόλης κι όμως έχουμε χρόνια να ακούσουμε να τραγουδάνε για αυτή. Καθάρισε με το «Η» μια και καλή ο Σιδηρόπουλος; Δεν νομίζω. Απλά δεν είναι in η περιθωριακή θεματολογία στο σύγχρονο τραγούδι. Αλλά και πώς να μιλήσεις για θέματα που καίνε όταν το τρίγωνο Εξάρχεια-Ομόνοια-Σύνταγμα πεζοδρομήθηκε εικονικά για τους καλλιτέχνες σε facebook-twitter-mySpace; Πώς, να γίνει αντιληπτή η ποιητική ωμότητα με την οποία ο Σιδηρόπουλος περιγράφει το βιτσιόζικο αγόρι της «Ύστατης Στιγμής» όταν αυτό το αγόρι σήμερα απέκτησε virtual ορέξεις και ικανοποιείται μόνο με ό,τι έχει 3D διαστάσεις; Αλλά ας μην παρελθοντολαγνούμε. Το θέμα μας είναι οι στίχοι του Πρίγκηπα όπως τον αποκάλεσαν (αφού οι θέσεις των βασιλιάδων ήταν reserve…).

Η μοναδική ως είδος –στην Ελλάδα- στιχουργική του. Ένα μείγμα ποίησης, κοινωνιολογίας, ιστορίας, πασπαλισμένο με τα χώματα των δρόμων όπου έζησε και των καπνών που τον κύκλωσαν στα υπόγεια στέκια. Ποτέ κανείς δεν έγραψε σαν και αυτόν σε εγχώριο έδαφος. Ποτέ. Κανείς. Γιατί ποτέ κανείς δεν κατάφερε να περάσει στους στίχους του την ατόφια ζωή και την ατόφια ποίηση μαζί. Όχι αόριστα. Συγκεκριμένα. Όχι (περι)γραφικά. Χειροπιαστά. Όχι μέσα από τα δόντια του. Αλλά απέξω.

Τα πρώτα στιχουργήματα

Οι πρώτες ηχογραφημένες στιχουργικές του απόπειρες, το 1971,  ως «Δάμων και Φιντίας» (με τον επίσης πια από χρόνια χαμένο Παντελή Δεληγιαννίδη) και ως μέλος του συγκροτήματος «Μπουρμπούλια», περιέχουν την «Απογοήτευση» της νεότητας αλλά και την ελευθεριάζουσα τάση κάθε νέου ανθρώπου μέσα από τα πρότυπα των «λεύτερων θεριών», του «Ντάμη του ληστή» και του «Γέρο-Μαθιού»: «Με πλούσια μαλλιά/ και γένια μακρυά/ ο γέρο Μαθιός/ μοιάζει άγιος σωστός». Οι μνήμες και οι φιγούρες των ηρώων του Γούντστοκ είναι ακόμα νωπές…

“Φλού φίλε μου όλα είναι φλού”

Το οριακό «Φλου», που ακολούθησε, το 1979, άλλαξε εν μια νυκτί το χάρτη της ροκ στιχουργικής στην Ελλάδα και βεβαίως του ροκ γενικότερα. Στα τριάντα ένα του χρόνια δημιούργησε με το χέρι του τη διαχωριστική γραμμή του τι πρέπει και τι δεν πρέπει να λέγεται ροκ στίχος. Με την καθόλου αυτονόητη για την εποχή του πρώτη ύλη, ελληνική γλώσσα, και κυρίως την όχι πολιτευτική ή μεταπολιτευτική διάλεκτο. Το δήλωνε άλλωστε και ο ίδιος στο περιοδικό Μουσική το Μάιο του 1979 (τεύχος 18): «Είναι καθημερινή ζωή αυτό το πράγμα. Δεν με εξέφραζε εμένα ο Θεοδωράκης και οι άλλοι. Δεν μου αρκούσαν αυτά.

Ήθελα πιο άνετο, πιο βρόμικο, πιο εκφραστικό στίχο. Να μην είναι τόσο κραυγαλέα επαναστατικός, ώστε στο τέλος να καταλήγει να μην είναι επαναστατικός». Και τι δεν περιλαμβάνει αυτός ο δίσκος: από περιθωριακούς ήρωες της προσωπικής του μυθολογίας («Μπάμπης ο Φλου», Ο Λευτέρης του «69») οι οποίοι ανάγονται σε μορφές διαχρονικές που ο καθένας μας μπορεί να βρει κομμάτια του εαυτού του μέσα, μέχρι ατόφιους ποιητικούς στίχους είτε δικούς του είτε «δανεισμένους».

Γιατί αυτή ήταν η μοναδικότητα του Παύλου Σιδηρόπουλου. Ότι ήταν ένας διαβασμένος δημιουργός του δρόμου. Έτσι στο ατόφιο ποίημα «Οι Σοβαροί Κλόουν», μια ρεαλιστική περιγραφή των φοιτητικών χρόνων, με την ελπίδα και τη διάψευση σαν δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος, ενσωματώνει στίχους του AllenGinsberg: «Πεθαίνοντας μέσα στον τρόμο ότι πεθαίνουν», του Μανόλη Αναγνωστάκη: «Γυμνοί από αγάπη και από μίσος», αναφέρεται ξεκάθαρα σε ποιητές και συγγραφείς: «Με Πόε, Ντε Σαντ και Μαρκ Τουαίν» και φυσικά γράφει και ο ίδιος ποιητικά: «Να φεύγουν με τη γεύση του μισού», «Να συλλαβίζουνε την αλφαβήτα της κραυγής» κ.ά. χωρίς να έχει να ζηλέψει σε τίποτα τους πιο ταλαντούχους γραφιάδες. Στο επίσης κρυπτογραφικό ποίημα, «Τω Αγνώστω Θεώ», αποτίει φόρο τιμής σε ανθρώπους που τον επηρέασαν, δανειζόμενος στίχους τους, όπως ο Lou Reed: «Μισώ το σώμα μου», ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Μ’ αγάλματα κομμάτια στα μάτια της τα δυο» και ο Brendan Behan (από το γνωστό τραγούδι του Θεοδωράκη): «Ήταν πρωί τ΄ Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή» (μια φράση αντίστιξη στον επόμενο στίχο «Σκοράριζε το θάνατο κει στη Δεξαμενή»).

Τίποτα γραμμένο τυχαία, τίποτα γραμμένο απλά για να προκαλέσει. Όλα μελετημένα, όλα διαλεγμένα στίχο στίχο. Ξέρει δηλαδή πολύ καλά τι γράφει και αυτό ήταν και η μεγάλη του ευχή αλλά και κατάρα. Γιατί δεν μπορεί να έχεις γνωρίσει τον κόσμο των σκληρών ναρκωτικών και να γράφεις, πόσω μάλλον να τραγουδάς: «Ξέρω πως ανάσκελα θα μας βρουν ένα πρωί». («Η ώρα του Stuff»). Θέλει να έχεις επίγνωση. Ψύχραιμο αίμα. Όσο κι αν ρωτούσε «αν το φόβο μου έβλεπες πίσω από κάθε μου φιλί». Όσο κι αν αποζητούσε με το σύνολο των στίχων του αυτό που συνοψίζεται στο καταληκτήριο κομμάτι του δίσκου: «Πουλάμε σώμα και ψυχή/ δώστε μας λίγη προσοχή».(«Εν Κατακλείδι»).

Η επιρροή και εδώ του Lou Reed με το «Goodnight Ladies» σαφής αλλά, όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος Μανώλης Νταλούκας, σε μια κριτική του στο περιοδικό Ήχος, ο αρχικός πυρήνας της ιδέας είναιο Τόμας Έλιοτ και η «Έρημη Χώρα» του: «Καληνύχτα, κυρίες, καληνύχτα, γλυκιές μου / κυρίες, καληνύχτα, καληνύχτα». (από το Β’ «Μια παρτίδα σκάκι»). Κι όμως ο υγιής ήταν ο Σιδηρόπουλος. Και ο αξιοπρεπής. Και ο εκφραστής. όπως έγραφε ο Αργύρης Ζήλος, τον Μάιο του ’79, στον Ήχο, «των βαθύτερων συναισθηματικών πτυχών της ελληνικής γενιάς που παρακολούθησε το Γούντστοκ από απόσταση και έπλασε στη ψυχή της ένα δικό της κόσμο για να πληρώσει το κενό».

Στον ίδιο δίσκο βεβαίως και το αξεπέραστο «Στην Κ.» τραγούδι που μαζί με τα μεταγενέστερα «Ύστατη στιγμή», «Αντεγκράουντ Με Στρας», και «Κάποτε θα δεις» φανερώνουν το ταλέντο του Σιδηρόπουλου να περιγράφει εύστοχα τη γυναικεία ψυχολογία: από τη μια πλευρά το στεγανοποιημένο κορίτσι που θα πρέπει να ανακαλύψει μονάχο του τον κόσμο: «Μονάχη στέκεσαι στο δρόμο τον άνθρωπο κοιτάς με τρόμο/ και ψάχνεις τον μπαμπά σου πάνω του να βρεις» και από την άλλη το άγριο θηλυκό που παίζει με τα αρσενικά «με άγριο ύφος μετρώντας για αδυναμία την ηδονή». Μόνο που και στις δυο περιπτώσεις το συμπέρασμα είναι το ίδιο: «Οι αλήθειες τους να σέρνονται στο πάτωμα γυμνές». Σε αυτή την περίπτωση στιχουργικά αντλεί από τον Μπομπ Ντύλαν.

Για παράδειγμα στο «Δεν είμαι εγώ μωρό μου» («It aint me baby») γράφει ο Ντύλαν: «Λες πως κάποιον ψάχνεις /που αδύναμος δεν θα ‘ναι, μα πάντα δυνατός/να σε προστατεύει, να σ’ υπερασπίζεται» και στο περίφημο «Σαν πέτρα που κυλά» («Like a rolling stone»): «Σκληρό δεν ήταν όταν ανακάλυψες/ πως ήταν αυτός που νόμιζεις οτι ήταν/ όταν σου πήρε ό,τι μπορούσε να σου κλέψει/ Πώς είναι/ Μόνη σου να ‘σαι/ Δίχως σπίτι πίσω να γυρνάς/Άγνωστη τελείως/ Σαν πέτρα που κυλά».

«Εν λευκώ»

Στο «Εν λευκώ», 1982, τα πράγματα αγριεύουν. «Πες μας ρε φίλε ποιος θεός σε ορίζει ποιος σε γεμίζει με ενοχές», τραγουδά στο «Βιβλίο των Ηρώων» μια επιτομή των θρησκευτικών και μη ηγετών δοσμένη περιεκτικά, ποιητικά, κυριολεκτικά. Ο ίδιος αναφέρει για αυτό το τραγούδι, στη «Συζήτηση εν λευκώ υπό Παύλου Σιδηρόπουλου», όπως αυτή εμπεριέχεται ηχογραφημένη στο δίσκο «Εν Αρχή Ην ο Λόγος» (1994): «Στο βιβλίο λοιπόν αυτών των ηρώων, που όταν έχεις μια τέτοια υπευθυνότητα, μπορεί να είναι και βιβλίο και τρόμου, εγώ νεαρέ άγνωστε, έκατσα κι έψαξα αυτές τις φάτσες, που εσύ ζητούσες στα νιάτα σου.

Και σ’ έχω δει πάρα πολλές φορές ζαρωμένο, σε κάποια γωνιά του δρόμου να προσεύχεσαι σ’ αυτούς τους ήρωες, να αισθάνεσαι ενοχές απέναντί τους, κι όταν ψάχνεις να βρεις την αιτία για τις ενοχές αυτές να μην τη βρίσκεις. Σε ρωτάω, μπορείς να μου απαντήσεις αν θα σε ρωτήσω ποιος απ’ όλους αυτούς τους ήρωες ή και θεούς, γιατί πολλοί τους θεοποιούν, ποιός απ’ όλους λοιπόν απ’ αυτούς τους ήρωες ή θεούς ορίζουν εσένα; Ποιοι είναι αυτοί που σε γεμίζουν μ’ αυτές τις ενοχές; Γιατί το βλέπω πάρα πολύ καλά ότι πονάει το στομάχι σου, χτυπάει βλέπεις το άγχος στο στομάχι, η νεύρωση που λένε αν έχεις ακούσει.

Κι αυτή τη νεύρωση εγώ τη θεωρώ εγκληματική, για έναν ανθρώπινο χαρακτήρα και οργανισμό, αν την προσωποποιήσω θα της δώσω το πρόσωπο του Μαρξ, αν τη ντύσω θα την ντύσω με το χιτώνιο του Χριστού και αν δω τα χρόνια αυτού του προσώπου, οι πολλές ρυτίδες που θα έχει, θα είναι φροϋδικές. Τώρα τα χίλια πρόσωπα που όλα αυτά έχουν δώσει σε σένα, μόνο με φαντάσματα της Μέδουσας, αν ξέρεις ελληνική μυθολογία, εγώ μπορώ να τα παραλληλίσω.»

Μιλά ανοικτά για την ηρωίνη («Η») σαν την ερωμένη που σε οδηγεί στο γκρεμό κι όμως αναζητάς την άρρωστη αγκαλιά της. Ποιοι οι λόγοι της αυτοκαταστροφής του; Της επίγνωσής του; Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε οι «εκτός». Δεν πρέπει καν να υποθέτουμε οι «εκτός». Στον «Θάνατο» αυτοβιογραφείται: «Χαφιές στο σπίτι η θεία σου κι αστυνόμος η μαμά/ του τρόμου αθώα πρόσωπα που αργοπεθαίνουν στη δική σου αγκαλιά /Παυλάκη, γύρω σου σωπαίνουν τους φτάνει που ανασαίνουν τι ζητάς…/Ετοιμοθάνατου είσαι γέννα κουλός με χρυσαφένια πένα πού το πας». Προφητεύει τη σημερινή εποχή: «Τώρα το πάθος σου αλλάζει σε ένστικτο/ και σε ανάγκη αλλάζει η ηδονή» («Voodoo Child», κατά το ομώνυμο γνωστό τραγούδι του Τζίμι Χέντριξ). Είναι πραγματικά ανεπανάληπτος ο τρόπος που περνά στα τραγούδια του τους καθημερινούς διαλόγους: «Εντάξει, του πες, θα ναι μόνο για καφέ» και τις ποιητικές εκφράσεις: «Βυζαίνει ακόμα το όνειρό σου/ κι ο πόνος μοιάζει να ναι γιατρικό σου».

Είναι αξεπέραστος ο τρόπος που περνά από το προσωπικό στο υπερ-ατομικό, από την αυτό-ψυχανάλυση στην κοινωνιολογική ματιά. Τρανή απόδειξη το τραγούδι «Αντεργκράουντ με στρας». Εξηγεί ο ίδιος στη συζήτηση που αναφέραμε προηγουμένως: «Υπάρχουν διάφορες πλούσιες, κόρες μπαμπάδων, με μαμάδες οι οποίες διαθέτουν ζιγκολό, ο οποίος ζιγκολό είναι γεμάτος φιλοφρόνηση για τον μπαμπά κι ερωτομουρμούρα για τη μαμά.

Που αυτές οι πλούσιες κόρες παίζουν με χάρη από μόδα με τη ντρόγκα, το ναρκωτικό, δήθεν οργισμένες, πουλώντας underground κι ελευθερία στον έρωτα. Όταν όμως έρθει η ώρα να πει το παραμύθι, (η εξάρτηση από την ντρόγκα), το «βαποράκι» δεν είναι rock and roll σταρ, σαν τον Παύλο Σιδηρόπουλο, ας μου επιτρέψεις νεαρέ να έχω κι εγώ το δικαίωμα της αυτό -ειρωνείας. Αυτός, το «βαποράκι», έχει μια πείνα, που τραβάει τη μοίρα πολύ βαθιά και το μάτι του από την αγρύπνια είναι πέτρινη γροθιά. Όπως κατάλαβες νεαρέ, μιλάμε για γενικοκεντρικοστεγανή αρτηρία του εγκεφάλου».

[ot-video][/ot-video]

«Zorbat he Freak»

1987 και «ZorbatheFreak». Λιγότερο προσωπικός περισσότερο καταγγελτικός, αφού όπως ο ίδιος δήλωνε συνεντεύξεις εκείνης της περιόδου, «τώρα συμμετέχω ενεργά, δεν είμαι παρατηρητής».

Έτσι, αγγίζει θέματα πέραν της δικής του ας το πούμε εντοπιότητας. Μιλά για την εργατιά και για τη «διαχρονική φροντίδα» του κόμματος του λαού προς τα «παιδιά» του: «Το κόμμα τώρα σε διαγράφει βιαστικά/ οι σύντροφοί σου: «Μα ήταν φύση αναρχικιά»» («Φτωχόπαιδο»), για τις (διαχρονικές πια) ληστείες των τραπεζών, («Άντε και καλή τύχη μάγκες»), ακόμα και για τον Μίκη Θεοδωράκη («Μίκη Μάους») με μια αλληγορική γλώσσα που σφάζει με χειρουργικό νυστέρι: «Με χρέος συμφωνίες τρεις,/ λαικοκλασικιστής/ Ξερνώντας μ’ έναν ήχο κοινό/ Το δήθεν μέγα μυστικό/ Συνθηματολογίες επικές/ Σε πέντε νοτούλες γλυκές». Ανεξάρτητα πόσο κοντά είναι στην αλήθεια, δεν μπορείς παρά να του αναγνωρίσεις το θάρρος να μιλήσει για «απαγορευμένα» μέχρι σήμερα θέματα. Στον ίδιο δίσκο και το μοναδικό «Rockn’ Roll στο κρεββάτι».

Το ερωτικό παιχνίδι στην πιο ειλικρινή του εκδοχή. Το ίδιο και ο Σιδηρόπουλος: σε μία από τις τελευταίες του ραδιοφωνικές συνεντεύξεις, δεκατρείς μέρες πριν το θάνατό του, ρωτάει ο δημοσιογράφος, Μιχάλης Λημνιός: -«Τι θα θελες να πεις για αυτό το κομμάτι;» -«Κοίταξε να δεις, αυτό το κομμάτι το ‘χα γράψει ως εξής: ήμουνα σε μονή κατάσταση, μοναχικός, και έψαχνα να βρω και ’γω κάτι.» -«Ένα Rock and Roll;» – «Όχι έναRockandRoll;» – «Μια RockandRoll ζωή;» – «Ούτε μια RockandRoll ζωή, μη λέμε σαχλαμάρες τώρα. Μια γυναίκα έψαχνα να βρω…»

[ot-video][/ot-video]

«Χωρίς Μακιγιάζ»

Στον επόμενο (live) δίσκο του,  «Χωρίς Μακιγιάζ», συνεχίζει ο οπτικός του φακός να είναι διευρυμένος. Περιγράφει με άψογη στιχουργική μετρική, ακριβοδίκαια και αφοπλιστικά τις νέες κοινωνικές εξελίξεις: «Με γάλα ραδιενέργειας βυζαχτό» –εποχή Τσέρνομπιλ-, («Welcometotheshow»), «Στην εξουσία συναντάς αυλάρχη/ τον επαναστάτη κομματάρχη» -τα παιδιά του Πολυτεχνείου τώρα πια στην εξουσία- («Αποκάλυψη»), και κυρίως τοποθετεί στη θέση τους πρόσωπα και καταστάσεις «Φαντάσματα πια αντιστασιακά/ πλανιέστε στην πλατεία των ΕΑΤ-ΕΣΑ» («Της Εθνικής Συμφιλίωσης»).

Κραυγάζει την οργή του: «Ποιοι είσαστε εσείς/ που τα λόγια μας κάνετε σύνθημα για βία;» («Ποιοι είσαστε εσείς»). Μιλά για τον μετανάστη πριν ακόμα γίνει το αγαπημένο θέμα των ειδήσεων και το εξιλαστήριο θύμα της εθνικοπατριωτικής καθαρότητας των κατοίκων του Αγίου Παντελεήμονα: «Μπουζούκια και ντίσκο/ Ρατσισμός αλά Γκρεκ» («Αλι») και βεβαίως για ακόμη μια φορά υμνεί  τη «Γυναίκα». «Γυναίκα μεσολάβησε στον άντρα και τη γνώση».

«Άντε και καλή τύχη μάγκες»

Ο μεταθανάτιος δίσκος του «Άντε και καλή τύχη μάγκες», στο ίδιο μήκος κλίματος: σαρκαστής της αστικής και κατεστημένης πραγματικότητας «Η γκόμενά σου είναι χαζή/ και εσύ μοιάζεις με τσόντα» («Ασ’ την καρδιά σου»), του γκρίζου της πόλης «Με γκρίζο χρώμα αρρωστημένο/ Ανίατα βρώμικο κελί μεγεθυμένο» («Ετούτη η πόλη»), της βρωμιάς της εξουσίας: «Νομίζοντας πως θα με βρεις εκεί/ Μεσ’ τα σκατά, σκατό της εξουσίας» («Χαφιές»).

Ο ποιητικός του λόγος και εδώ καθαρός, εξομολογητικός και ανθρώπινα τραγικός: «Αυτοί μιλάν και εγώ μαθαίνω πώς να ψηλαφίζω το σκοτάδι» («Αυτοί μιλάν»). Στο δίσκο αυτό υπάρχει το επίσης βιογραφικό «Απροσάρμοστοι», τραγούδι γραμμένο τιμής ένεκεν στην τελευταία και πιο δεμένη συναισθηματικά μπάντα του, τους «Απροσάρμοστους». Όπως και στο «Ένα αναμνησιακό τραγουδάκι» (από το «Εν Αρχή Ην ο Λόγος» 1994») έτσι και σε αυτό το τραγούδι διαγράφεται ξεκάθαρα το στιχουργικό τάλαντο του Σιδηρόπουλου να περιγράφει πρόσωπα και καταστάσεις με διεισδυτική ματιά, να ψυχαναλύει φίλους αλλά και να αποκαλύπτει τον εαυτό του: «Ο Παύλος που ροκάριζε με κουλτουρέ διαθέσεις/ στα ίσα και με λαϊκό ρεπερτόριο».

Αυτή η αγάπη του Σιδηρόπουλου για τα λαϊκά τραγούδια και δη για τα ρεμπέτικα, κρατάει χρόνια. Στην τελευταία του συνέντευξη σε έντυπο μέσο, τον Σεπτέμβρη του 1990, στο περιοδικό Ήχος, στην ερώτηση του δημοσιογράφου Μισέλ Φάις: «Υπάρχει αλήθεια κάποιος παλαιότερος ή νεότερος στιχουργός που σε κεντρίζει να τον μελοποιήσεις», απαντά: «Τα ρεμπέτικα και οι ρεμπέτες στιχουργοί. Οι οποίοι μ’ έχουν φτάσει σε σημείο όχι μόνο να τους μελοποιήσω, αλλά να πάρω ατόφια τα τραγούδια τους και να τα «ροκοποιήσω». Δηλαδή για τα ρεμπέτικα δίνω τα ρέστα μου».

[ot-video][/ot-video]

«Τα Μπλουζ του Πρίγκηπα»

Τα ρεμπετικο-«Μπλουζ του Πρίγκηπα», τα οποία κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του, ήταν κατά βάση γραμμένα το 1979 και το 1981και εκτός των άλλων φανερώνουν για ακόμα μια φορά την ικανότητα του Παύλου Σιδηρόπουλου να μπαίνει στο ρόλο των ανθρώπινων φιγούρων («Το μπλουζ του εργατόπαιδου», «Το μπλουζ του Ρουμπόλα», «Αν ήσουν φίλος») χωρίς η προσωπική του ζωή να ταυτίζεται μαζί τους: «Σαν τίμιος δουλευτής γρήγορα το ‘ριξα σ’ ανάγκης λοβιτούρες/ και το κρασί μου το ξερνάω κάθε νύχτα που δε βρίσκω το γιατί».

Η σύντομη πάντως απασχόλησή του στο εργοστάσιο του πατέρα του την περίοδο της Μεταπολίτευσης πιθανόν να ήταν το ερέθισμα για να γραφτεί ένα τέτοιο τραγούδι. Στο δίσκο κανταδορεί, επίσης, ερωτικά, σαν τους δημιουργούς του ρεμπέτικου αλλά και του «ελαφρού» τραγουδιού: «Με τον αλήτη που έμπλεξες τι γύρευες/ αφρόψαρο στα φουσκονέρια». («Το Μπλουζ του αποχωρισμού»). Τα ίδια στοιχεία παρατηρούνται και σε άλλα μεταθανάτια τραγούδια του που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια, π.χ. «Η γομολάστιχα», «Φυλής και Σπάρτης» κ.ά.

Επίλογος

Είναι αυτονόητο ότι η ανάλυση της στιχουργικής του Σιδηρόπουλου δεν εξαντλείται μέσα σε λίγες σελίδες ενός αφιερώματος. Το υπογράφω με απόλυτη συνείδηση των λεγομένων μου: Η περίπτωση του στιχουργού-ποιητή Σιδηρόπουλου χρήζει διατριβής όχι βέβαια σε ακαδημαϊκά πλαίσια.

Χρήζει πολύχρονης μελέτης και αφοσίωσης πάνω στο υλικό του –και στο ανέκδοτό του- και επίμονης προσπάθειας αποκωδικοποίησης του ποιητικού του λόγου. Να τονιστεί το ψυχολογικο-κοινωνιολογικό τους περιεχόμενο και να διδαχτεί, ναι, καλά διαβάσατε, να διδαχτεί, επίσημα, ως κείμενο, στους νέους των σχολείων και των Πανεπιστημίων, όπως διδάσκονται οι στίχοι του Μπομπ Ντύλαν. Μόνο τότε ίσως ησυχάσει και ο ίδιος που έφυγε με το παράπονο: «Εγώ, κοίταξε να δεις κάτι, γράφω μουσική, αλλά έχω ένα παράπονο, ότι δεν ακούνε τους στίχους μου, και θέλω να ακούνε τους στίχους μου. Τι να πω»; (από τη συνέντευξή του στις 22/11/1990).

[ot-video][/ot-video]

*Το παρόν κείμενο αποτελεί εμπλουτισμένη μορφή άρθρου που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Δίφωνο» τεύχος 177 και στο αφιερώμα του περιοδικού «Οδός Πανός» στον Παύλο Σιδηρόπουλο τχ. 152-153.